Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Ο απρόσμενος επισκέπτης του Φάρου

Κατέβηκε αργά τα σκαλιά, κοντοστάθηκε στο τελευταίο σκαλοπάτι, κοίταξε το κρεμαστό ρολόι στον τοίχο και περίμενε ν’ ακούσει το δεύτερο χτύπο. Η ώρα ήταν περασμένη και σ’ αυτό το μέρος «μόνο καμιά γοργόνα θα μπορούσε να με καλέσει», σιγοψιθύρισε χαμογελώντας.
«Αργά ήρθες κόρη μου, με πήραν τα χρόνια και μήτε τα πόδια μπορώ να σύρω. Κακή συνήθεια με βρήκε, να παραμιλώ, ν’ ακούω θορύβους και να σκέφτομαι τη γοργόνα της νιότης μου. Μόνο καμιά γερογοργόνα μπορεί να χήρεψε και να τράβηξε να με ανταμώσει». Έγειρε στο σάπιο δοκάρι της ξύλινης σκάλας, έπιασε τα άσπρα-πυκνά μαλλιά του, τα τράβηξε πίσω, άφησε τα δάχτυλα να οργώνουν το Κιλιμάντζαρο όπως αποκαλούσε το πυκνό λευκό τρίχωμα της κεφαλής και συνέχισε να παραμιλά.
«Μα τι στην ευχή συμβαίνει; Κάθε φορά που παίρνω απόφαση να κατηφορίσω, βασιλεύει η σιωπή. Και τώρα, ποιος ανεβαίνει πάνω; Μέχρι ν’ ανέβω θα’ χω χάσει δύο βδομάδες ζωής. Κι αυτά τα πόδια, σφιχτά, γεροδεμένα απ’ έξω, αλλά μέσα σαν καρύδια μουχλιασμένα».
Έσυρε το χέρι του μέχρι την άκρη της σκάλας. Ένα χελιδόνι ζωγραφισμένο απεικονιζόταν στην κυκλική άκρη της. Άλλο ένα στην απέναντι άκρη είχε σχεδόν χαθεί απ’ τη φθορά του χρόνου, μόνο η φτερούγα του πρόδιδε το δίδυμο αδέρφι του. Όταν νέος είχε καταφθάσει στον φάρο είχε προσέξει πως υπήρχαν πολλές χελιδονοφωλιές, αλλά και ένας τεράστιος πίνακας με χελιδόνια που πρόβαλλαν απ’ τη θάλασσα και είχαν κατεύθυνση έναν φάρο. Κάπως έτσι είχε εξηγήσει την αγάπη του προκατόχου του για τα χελιδόνια.
Κάθισε στο σκαλοπάτι και όπως τράβηξε το χέρι για να στηριχτεί, μια φλούδα από ξύλο σηκώθηκε στον αέρα.
«Πέτα χελιδόνι μου, φέρε αυτή τη φλούδα ξύλου και τράβα και πιο μακριά, να μου φέρεις κανένα κόκκο άμμου, να μυρίσω καλοκαίρι».
Παραμιλούσε συχνά, πίστευε πως με αυτό τον τρόπο μπορούσε να ξεγελάσει τη νεκρική ησυχία του φάρου. Εξήντα χρόνια είχε περάσει δίπλα στη θάλασσα. Από τότε όμως που έχασε τη γυναίκα του, δεν ξανακατέβηκε κοντά της, την είχε πάρει η θάλασσα, ένα καλοκαίρι σαν κι αυτό.
«Μας ζήλευαν οι θεοί. Την ήθελε η θάλασσα, την ήθελε μακριά μου» αυτό ήταν το δικό του μοιρολόι, που στα χρόνια είχε μεταλλαχτεί σ’ ένα λυπηρό, μελαγχολικό νανούρισμα. Κάθε νύχτα, άνοιγε το κουτί με τα σημειώματα, ένα σκαλιστό κουτί με εκατοντάδες σημειώματα που άφηνε ο ένας στον άλλον, τα διάβαζε, τράβαγε στην τύχη μερικά και έφερνε εικόνες, μυρωδιές.
«Η μνήμη μερικών ανθρώπων δε γερνάει ποτέ, αν τη φροντίζεις , κι εγώ κάθε μέρα για λίπασμα έχω τις όμορφες, δυνατές στιγμές της ζωής μου» μουρμούρισε, αφήνοντας μια ανάσα, μια ριγηλή μικρή βουή που άφησε ηχητικά κύματα να περιηγηθούν σε όλο τον φάρο. Κάπως έτσι, έγερνε στη ντιβανοκασέλα του, δίπλα στο φινεστρίνι του φάρου και πριν αποκοιμηθεί τα έβαζε με τη θάλασσα, με τον Ποσειδώνα, «στον αγύριστο και οι θεοί» και έκλεινε τα μάτια.
Είχε περάσει ώρα που στεκόταν στο σκαλοπάτι, έκανε να σηκωθεί, ν’ ανέβει πάνω και με πιο δυνατή φωνή, ξεστόμισε, «κι αν φανεί καράβι, τι θα κάνω; Μα τι βρυχιέμαι ο παλαβός, τι μπορώ να κάνω πια, αυτά έχουν για οδηγό την τεχνολογία, κι εγώ για σπίτι τον παλιό μου πέτρινο φάρο. Τον δικό μου φάρο».
Σήκωσε το χέρι, πιάστηκε απ’ την άκρη της σκάλας, μάζεψε τα πόδια και έβγαλε μια προσταγή «ελάτε μαζί μου μαριονέτες» έτσι αποκαλούσε τα πόδια του και τινάχτηκε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Τράβηξε στο μικρό χώρο που ένωνε την είσοδο με τη μεγάλη πόρτα. Έπιασε ένα ποτήρι γάλα, έβαλε λίγο γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο και κάθισε στο σωρό απ’ τα αραχνοφορεμένα βιβλία του. Πήγε να ξεφυλλίσει το πρώτο βιβλίο που βρήκε, αλλά στην πρώτη σελίδα άκουσε κάτι ν’ ανασαίνει, «για να δω τώρα, θα περιμένω και θα τον φιλέψω ανάλογα, όποιος και να’ ναι» γύρισε, έψαξε μια ομπρέλα και την τράβηξε προς το μέρος του. Ήταν απ’ αυτές, που εξέχουν σαν αλεξικέραυνο και άρχισε να γελά, να ξεροβήχει και να γελά ακόμα πιο δυνατά.
«Τρόμο, θα σκορπίσω τρόμο… τρομάρα μου. Αχ! Κάποτε ήμουν λεβέντης και τώρα τρέμω σαν φύλλο». Τράβηξε το βιβλίο που μόλις είχε αφήσει και το έφερε στο πρόσωπό του, μύριζε χώμα, έβγαλε έναν αναστεναγμό που του τράνταξε τη μέση και έγειρε στον τοίχο, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στην πόρτα.
Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα μάτια και να σου πάλι ο ίδιος θόρυβος, αυτή τη φορά κάτι σα να σκαλίζει την πόρτα. «Αυτή δεν είναι η γερογοργόνα, ο χάρος θα βγήκε παγανιά. Σιγά, μην ανοίξω. Το δρεπάνι του θα είναι. Έχεις δουλειά στο απέναντι νησί, κάτι χούφταλα που έχουν σειρά, μεγαλύτερα από μένα, τα είδα πέρσι που πήγα στον γιατρό του νησιού, τράβα προς τα εκεί να κάνεις γερή μπάζα» και χαμογέλασε. Είχε μάθει να μη φοβάται, παρότι οι καιροί είχαν αλλάξει, έτσι του έλεγε ένας περαστικός ταχυδρόμος που ζύγωνε τα καλοκαίρια για ν’ αγναντεύει περισσότερο τη θάλασσα και λιγότερο για την αλληλογραφία.
Τράβηξε την ομπρέλα, την κράτησε όσο σφικτά μπορούσε και άνοιξε με όση δύναμη είχε την πόρτα.
Μπρος του, για καλό του, δεν ήταν ο χάρος, μα μήτε η γερογοργόνα, αλλά ένας μαύρος αδύναμος σκύλος, που φοβισμένος απ’ το θόρυβο της πόρτας έκανε μερικά βήματα πίσω. Άφησε την πόρτα ανοιχτή. Τράβηξε μέχρι το τραπέζι, έβγαλε λίγο τυρί, δύο μεγάλες φέτες ψωμί, πήρε την κανάτα με το νερό, τις έβρεξε, τα ανακάτεψε όλα μαζί σ’ ένα τσίγκινο βαθύ δίσκο και τα άφησε στο κατώφλι.
«Έλα φίλε μου, κόπιασε, έλα να κάνουμε παρέα. Εγώ θα σου διαβάζω βιβλία, θα σου μιλώ για τη γοργόνα μου και εσύ θα μου κουνάς την ουρά σου και κάπως έτσι θ’ αποκοιμιόμαστε».

Δημήτρης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου