Δευτέρα 25 Μαΐου 2015
Κι αν τα χέρια μας πάψουν, πάψουν ν’ αγγίζουν τρεμάμενα τον έρωτα, τι θα
απογίνουμε; Θα δούμε μιαν άλλην αντανάκλαση, να μας διαφεύγει από ότι
πιστέψαμε, απ’ ότι νιώσαμε; Μια σιαμαία ατέλειά μας, να ορθώνεται
αμυνόμενη μπρος στις ταλαιπωρίες, μπρος στα τόσα θραύσματα ενός έρωτα
που ήσαν ονειρικά πλασμένος. Γιατί ο έρωτας, κάτω στις πατούσες του,
θαρρώ πως κρύβει στο δέρμα, μια ημερομηνία λήξης, μια αιφνίδια
αντανάκλαση της φύσης του ανθρώπου, μια ορμόνη να φθείρει, να φθείρεται ή
να τον μεταλλάσει σε αγάπη, ανάγκη, ένας μύκητας του ρεαλισμού, για ν’
αντέξουμε τη μοναξιά, να συνεχίσουμε το είδος μας. Τα χέρια μας, τότε
όμως, δε θα έχουν τη μυρωδιά, τον ιδρώτα του έρωτα, θα ‘ναι σταθερά,
ανεκτά ν’ αντέχουν τη συμβατική μας πραγματικότητα. Αμυνόμαστε, για να
υπάρχουμε, σταθεροί, γαλήνιοι, παραγωγικοί μπρος στο υπόλοιπο της ζωής,
για ν’ αντέξουμε τις ώρες που οι επιστροφές του έρωτα θα ‘ρχονται κάτι
παραπάνω από τσιμπήματα, μικρές ανακοπές, στιγμιαία εγκεφαλικά, ανώδυνα
μπρος στα αντισώματα του ρεαλισμού. Όλα γίνονται για μια πλασματική
επιβίωση, για μια εξέλιξη σαν επαναλαμβανόμενος λεπτοδείκτης, ρέει, απλά
ρέει, γιατί ο πόνος γιατρεύεται με τον ρεαλισμό, να μην πονάμε, να μη
λαχταράμε. Κι έτσι, πεθαίνουμε από οτιδήποτε άλλο, παρά από έρωτα…
Δ.Ε
Δ.Ε
Δευτέρα 27 Απριλίου 2015
Τη νύχτα
αυτή, για να παρηγορηθώ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είπα στον εαυτό μου ότι,
αν ο ύπνος μού είχε δοθεί όπως στους άλλους, δεν θα μπορούσα να αγκαλιάζω με το
μάτι αυτά τα δέντρα με φόντο τον ουρανό και τα κύματα στο βάθος, ούτε θα
μπορούσα να νιώθω μ' αυτόν τον τόσο οξύ τρόπο την ανομοιότητά μου με τα όντα,
την απόλυτη μοναξιά μου ανάμεσά τους.
Σκέφτηκα
επίσης ότι το δράμα μου προερχόταν από τη δίψα μου να ζήσω όπως όλος ο κόσμος
και από την ανικανότητά μου, την αδυναμία μου μάλλον, να το καταφέρω. Όταν τα
νεύρα, το στομάχι, το συκώτι σου - και πάει λέγοντας - είναι σμπαράλια, δεν
βγαίνεις απ' την τρύπα σου ή αποφεύγεις τον ήλιο, τον αέρα, τη θάλασσα, που όλα
μαζί δεν μπορεί παρά να αποβούν θανάσιμα για μένα αν θέλω να τ' απολαύσω. Γιατί
δυστυχώς αυτό ακριβώς προσπάθησα να κάνω, με το συνηθισμένο αδιόρθωτο πάθος μου
Η πρώτη μου
σκέψη όταν σηκώθηκα απ' το κρεβάτι μέσα στη νύχτα ήταν να πάω να πέσω απ' τον
γκρεμό στη θάλασσα. Αλλά η νύχτα ήταν τέλεια, και χωρίς ψεγάδι' έτσι απλά με
γέμισε.
Εμίλ Σιοράν
Κυριακή 29 Μαρτίου 2015
Η ανθρωπότητα λάτρεψε μόνο τους εξολοθρευτές της. Τα βασίλεια όπου οι
πολίτες έσβησαν ειρηνικά δεν εμφανίζονται καθόλου μέσα στην ιστορία,
ούτε ο συνετός ηγεμόνας, ο οποίος ανέκαθεν περιφρονείται από τους
υπηκόους του· το πλήθος αγαπάει το μυθιστόρημα, έστω κι αν του κοστίζει,
γιατί το σκάνδαλο των ηθών συνιστά το υφάδι της ανθρώπινης περιέργειας
και το υπόγειο ρεύμα κάθε συμβάντος...
Εμίλ Σιοράν
Εμίλ Σιοράν
Σάββατο 21 Μαρτίου 2015
Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015
Ένας επαναστάτης ποιητής, χωμένος
μέσα στην ασφάλεια τής γλώσσας, μέσα
στη σιγουριά τής λεκτικής κοινοκτημοσύνης,
με κάποια εποπτική στάση τού πνεύματος,
με κάποια υπεροψία, ωστόσο
χωμένος αναπαυτικά σε τούτη τη ζεστή
φωλιά, δίχως κανένα πειρασμό, δίχως κανένα
κίνδυνο, καμιά επανάσταση,
καμιά θυσία
Τάκης Σινόπουλος
μέσα στην ασφάλεια τής γλώσσας, μέσα
στη σιγουριά τής λεκτικής κοινοκτημοσύνης,
με κάποια εποπτική στάση τού πνεύματος,
με κάποια υπεροψία, ωστόσο
χωμένος αναπαυτικά σε τούτη τη ζεστή
φωλιά, δίχως κανένα πειρασμό, δίχως κανένα
κίνδυνο, καμιά επανάσταση,
καμιά θυσία
Τάκης Σινόπουλος
Δε
χασομέρησε ποτέ στις απολαύσεις της μνήμης, οι εντυπώσεις γλιστρούσαν
από πάνω του φευγαλέες και ζωηρές. Το κόκκινο του αγγειοπλάστη, το
στερέωμα πλημμυρισμένο στ’ άστρα, που ήταν και θεότητες, το φεγγάρι απ’
όπου έπεσε ένα λιοντάρι, η γυαλάδα ενός μαρμάρου κάτω από την αργή,
ευαίσθητη άκρια των δαχτύλων, η γεύση της σάρκας του αγριογούρουνου, που
του άρεζε να κομματιάζει με γερές δαγκωματιές, μια φοινικική λέξη, ο
μαύρος ίσκιος που ρίχνει ένα κοντάρι πάνω στην κίτρινη άμμο, το ζύγωμα
της θάλασσας ή των γυναικών, το δυνατό κρασί που κόβεται η αψάδα του με
το μέλι, μπορούσαν, το καθένα χωριστά κι όλα μαζί, να γεμίσουν την
έκταση της ψυχής του.
Ήξερε τι θα πει φόβος, όμως και τι θα πει θυμός και θάρρος και, κάποια φορά, σκαρφάλωσε πρώτος σ’ ένα εχθρικό τείχος. Ακόρεστος, περίεργος, ανυπόμονος, με μόνη αρχή του την απόλαυση και την αδιαφορία που έρχεται μετά, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και είδε, στη μια και την άλλη άκρη της θάλασσας, τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων.
Σε αγορές πολύβουες ή στη ρίζα ενός βουνού που η κορφή του χάνονταν στην καταχνιά και που, κάποτε, ίσως να ’ζησαν εκεί κένταυροι, άκουσε συγκεχυμένες ιστορίες που τις δεχόταν όπως δεχόταν την πραγματικότητα, δίχως να ψάχνει αν ήταν αληθινές ή φτιαχτές.
Σιγά σιγά, το σύμπαν μ’ όλη του την ομορφιά, άρχισε να τον εγκαταλείπει.
Μια καταχνιά επίμονη σκοτείνιαζε τις γραμμές του χεριού του, η νύχτα απογυμνώθηκε από τα αστέρια της, το έδαφος έγινε λιγότερο σταθερό κάτω από τα βήματά του. Όλα απομακρύνονταν και συγχέονταν.
Όταν κατάλαβε πως άρχισε να τυφλώνεται, έκλαψε.
Η στωική εγκαρτέρηση δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί κι ο Έκτορας μπορούσε να το βάλει στα πόδια χωρίς να ντροπιαστεί. «Δεν πρόκειται» ένιωσε «ούτε τον ουρανό να ξαναδώ, γεμάτο με το μυθολογικό του δέος, ούτε τούτο το πρόσωπο που θα το μεταμορφώσουν τα χρόνια».
Μέρες και νύχτες πέρασαν πάνω από την απελπισμένη σάρκα του. Ύστερα, ξυπνώντας ένα πρωί, κοίταξε (χωρίς φόβο πια) τα συγκεχυμένα πράγματα που τον τριγύριζαν. Ένιωσε ανεξήγητα, έτσι όπως αναγνωρίζει κανείς μια μελωδία ή μια φωνή, πως όλα αυτά του είχανε ξανασυμβεί και τα ’χε αντικρίσει έντρομος αλλά ταυτόχρονα και με χαρά, με ελπίδα και περιέργεια. Βυθίστηκε λοιπόν στη μνήμη του, που του φάνηκε απύθμενη και κατάφερε ν’ ανασύρει από αυτή του τη σκοτοδίνη, τη χαμένη του ανάμνηση, που έλαμπε σα νόμισμα στο φεγγαρόφωτο, ίσως γιατί δεν την είχε ποτέ αντικρίσει άλλη φορά εκτός, μπορεί, μέσα σε κάποιο όνειρο.
Η ανάμνηση ήταν η ακόλουθη: τον είχε προσβάλει κάποιο άλλο παιδί κι είχε τρέξει στον πατέρα του να του πει. Ο πατέρας του τον άφησε να μιλήσει, σαν να μην άκουγε ή να μην καταλάβαινε και, μετά, ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα μπρούντζινο στιλέτο, όμορφο κι όλο δύναμη, που το παιδί μυστικά το λαχταρούσε. Τώρα το κρατούσε στα χέρια του και, η έκπληξη που ένιωσε αποχτώντας το, έσβησε την προσβολή που είχε δεχτεί. Αλλά η φωνή του πατέρα του έλεγε: Δείξε πως είσαι άνδρας κι είχε μια προσταγή αυτή η φωνή. Η νύχτα σκοτείνιαζε τα δρομάκια. Σφίγγοντας το στιλέτο, που το ’νιωθε προικισμένο με μια δύναμη μαγική, κατηφόρισε την απότομη πλαγιά που τύλιγε το σπίτι κι έτρεξε στην ακροθαλασσιά, νιώθοντας Αίαντας ή Περσέας και γεμίζοντας με πληγές και μάχες την αρμύρα της σκοτεινιάς. Η γεύση ακριβώς εκείνης της στιγμής ήταν αυτό που γύρευε και τώρα. Τα υπόλοιπα δεν τον ένοιαζαν: οι προσβολές της πρόκλησης, η άτσαλη πάλη, ο γυρισμός με τη λεπίδα ματωμένη.
Απ’ την ανάμνηση αυτή ξεπήδησε μια άλλη, που πάλι είχε να κάνει με νύχτα και με κάποια περιπέτεια που θα επακολουθούσε. Μια γυναίκα, η πρώτη που του έστειλα οι θεοί, τον περίμενε στη σκιά ενός υπόγειου και την έψαχνε μέσα σε στοές που έμοιαζαν με πέτρινα υφάδια και σε κατηφοριές που βυθιζόταν μέσα στο σκοτάδι. Γιατί τάχα ξαναγύριζαν οι αναμνήσεις αυτές και γιατί του ξανάρχονταν, δίχως πίκρα, έτσι απλά σαν να προεικόνιζαν το παρόν;
Το κατάλαβε μαζί με το τελικό σκοτάδι. Σ’ αυτή τη νύχτα που κατέβαιναν τώρα τα θνητά μάτια του, τον περίμενε ο έρωτας κι ο κίνδυνος μαζί, ο Άρης και η Αφροδίτη, γιατί διαισθανόταν κιόλας –επειδή είχε αρχίσει ήδη να τον τριγυρίζει – κάποιαν υπόνοια για δόξες και εξάμετρα, μια αίσθηση ανθρώπων που υπερασπίζονται ένα ναό που οι θεοί δεν πρόκειται να σώσουν και για καράβια μαύρα που γυρεύουν στις θάλασσες ένα αγαπημένο νησί, μια νύξη για Ιλιάδες και Οδύσσειες που του ’χε η μοίρα του να δημιουργήσει και να τις αφήσει κληρονομιά, ν’ αντηχούν μέσα στην κοίλη μνήμη των ανθρώπων.
Όλα αυτά τα ξέρουμε, δεν ξέρουμε μονάχα το τι ένιωσε καθώς βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
"Ο Δημιουργός". Απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ύψιλον - βιβλία, 1980 (Μετάφραση,ΔΕΝΕΓΡΗΣ ΤΑΣΟΣ)
Ήξερε τι θα πει φόβος, όμως και τι θα πει θυμός και θάρρος και, κάποια φορά, σκαρφάλωσε πρώτος σ’ ένα εχθρικό τείχος. Ακόρεστος, περίεργος, ανυπόμονος, με μόνη αρχή του την απόλαυση και την αδιαφορία που έρχεται μετά, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και είδε, στη μια και την άλλη άκρη της θάλασσας, τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων.
Σε αγορές πολύβουες ή στη ρίζα ενός βουνού που η κορφή του χάνονταν στην καταχνιά και που, κάποτε, ίσως να ’ζησαν εκεί κένταυροι, άκουσε συγκεχυμένες ιστορίες που τις δεχόταν όπως δεχόταν την πραγματικότητα, δίχως να ψάχνει αν ήταν αληθινές ή φτιαχτές.
Σιγά σιγά, το σύμπαν μ’ όλη του την ομορφιά, άρχισε να τον εγκαταλείπει.
Μια καταχνιά επίμονη σκοτείνιαζε τις γραμμές του χεριού του, η νύχτα απογυμνώθηκε από τα αστέρια της, το έδαφος έγινε λιγότερο σταθερό κάτω από τα βήματά του. Όλα απομακρύνονταν και συγχέονταν.
Όταν κατάλαβε πως άρχισε να τυφλώνεται, έκλαψε.
Η στωική εγκαρτέρηση δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί κι ο Έκτορας μπορούσε να το βάλει στα πόδια χωρίς να ντροπιαστεί. «Δεν πρόκειται» ένιωσε «ούτε τον ουρανό να ξαναδώ, γεμάτο με το μυθολογικό του δέος, ούτε τούτο το πρόσωπο που θα το μεταμορφώσουν τα χρόνια».
Μέρες και νύχτες πέρασαν πάνω από την απελπισμένη σάρκα του. Ύστερα, ξυπνώντας ένα πρωί, κοίταξε (χωρίς φόβο πια) τα συγκεχυμένα πράγματα που τον τριγύριζαν. Ένιωσε ανεξήγητα, έτσι όπως αναγνωρίζει κανείς μια μελωδία ή μια φωνή, πως όλα αυτά του είχανε ξανασυμβεί και τα ’χε αντικρίσει έντρομος αλλά ταυτόχρονα και με χαρά, με ελπίδα και περιέργεια. Βυθίστηκε λοιπόν στη μνήμη του, που του φάνηκε απύθμενη και κατάφερε ν’ ανασύρει από αυτή του τη σκοτοδίνη, τη χαμένη του ανάμνηση, που έλαμπε σα νόμισμα στο φεγγαρόφωτο, ίσως γιατί δεν την είχε ποτέ αντικρίσει άλλη φορά εκτός, μπορεί, μέσα σε κάποιο όνειρο.
Η ανάμνηση ήταν η ακόλουθη: τον είχε προσβάλει κάποιο άλλο παιδί κι είχε τρέξει στον πατέρα του να του πει. Ο πατέρας του τον άφησε να μιλήσει, σαν να μην άκουγε ή να μην καταλάβαινε και, μετά, ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα μπρούντζινο στιλέτο, όμορφο κι όλο δύναμη, που το παιδί μυστικά το λαχταρούσε. Τώρα το κρατούσε στα χέρια του και, η έκπληξη που ένιωσε αποχτώντας το, έσβησε την προσβολή που είχε δεχτεί. Αλλά η φωνή του πατέρα του έλεγε: Δείξε πως είσαι άνδρας κι είχε μια προσταγή αυτή η φωνή. Η νύχτα σκοτείνιαζε τα δρομάκια. Σφίγγοντας το στιλέτο, που το ’νιωθε προικισμένο με μια δύναμη μαγική, κατηφόρισε την απότομη πλαγιά που τύλιγε το σπίτι κι έτρεξε στην ακροθαλασσιά, νιώθοντας Αίαντας ή Περσέας και γεμίζοντας με πληγές και μάχες την αρμύρα της σκοτεινιάς. Η γεύση ακριβώς εκείνης της στιγμής ήταν αυτό που γύρευε και τώρα. Τα υπόλοιπα δεν τον ένοιαζαν: οι προσβολές της πρόκλησης, η άτσαλη πάλη, ο γυρισμός με τη λεπίδα ματωμένη.
Απ’ την ανάμνηση αυτή ξεπήδησε μια άλλη, που πάλι είχε να κάνει με νύχτα και με κάποια περιπέτεια που θα επακολουθούσε. Μια γυναίκα, η πρώτη που του έστειλα οι θεοί, τον περίμενε στη σκιά ενός υπόγειου και την έψαχνε μέσα σε στοές που έμοιαζαν με πέτρινα υφάδια και σε κατηφοριές που βυθιζόταν μέσα στο σκοτάδι. Γιατί τάχα ξαναγύριζαν οι αναμνήσεις αυτές και γιατί του ξανάρχονταν, δίχως πίκρα, έτσι απλά σαν να προεικόνιζαν το παρόν;
Το κατάλαβε μαζί με το τελικό σκοτάδι. Σ’ αυτή τη νύχτα που κατέβαιναν τώρα τα θνητά μάτια του, τον περίμενε ο έρωτας κι ο κίνδυνος μαζί, ο Άρης και η Αφροδίτη, γιατί διαισθανόταν κιόλας –επειδή είχε αρχίσει ήδη να τον τριγυρίζει – κάποιαν υπόνοια για δόξες και εξάμετρα, μια αίσθηση ανθρώπων που υπερασπίζονται ένα ναό που οι θεοί δεν πρόκειται να σώσουν και για καράβια μαύρα που γυρεύουν στις θάλασσες ένα αγαπημένο νησί, μια νύξη για Ιλιάδες και Οδύσσειες που του ’χε η μοίρα του να δημιουργήσει και να τις αφήσει κληρονομιά, ν’ αντηχούν μέσα στην κοίλη μνήμη των ανθρώπων.
Όλα αυτά τα ξέρουμε, δεν ξέρουμε μονάχα το τι ένιωσε καθώς βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
"Ο Δημιουργός". Απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ύψιλον - βιβλία, 1980 (Μετάφραση,ΔΕΝΕΓΡΗΣ ΤΑΣΟΣ)
… οι επαναστάσεις και τα απελευθερωτικά κινήματα γίνονται – ασαφώς – με
σκοπό να βρούμε ή να ξαναβρούμε την ομορφιά, δηλαδή, το άψαυτο, το
ακατονόμαστο, που το αποδίδουμε μ’ αυτή τη λέξη. Ή μάλλον όχι: λέγοντας
ομορφιά εννοούμε μια γελαστή αναίδεια που τη χλευάζει η παλιά δυστυχία,
τα συστήματα, και οι υπεύθυνοι γι’ αυτήν τη δυστυχία και την ντροπή· μια
γελαστή αναίδεια όμως που αντιλαμβάνεται ότι η ρήξη, μόλις ξεπεραστεί η
ντροπή, ήταν πολύ εύκολη.
Jean Genet
Jean Genet
Κάποια απογεύματα,
μπαίνω κρυφά στο παλιό ερειπωμένο σπίτι
τσακισμένα παραθυρόφυλλα
δυο πόρτες ριζωμένες στο ξύλινο πάτωμα
μια κουτσή πολυθρόνα, με μπαλώματα
γυαλιά αραχνοφορεμένα σαν κεντήματα ‘δω και κει
ίχνη απ’ αποτσίγαρα, σχεδόν σβησμένα στο χρόνο
κάποιες φωτογραφίες σκόρπιες από ταξίδια κι αρκετά κοχύλια
και είναι τόσο οικείο
αρκεί κάποια στιγμή
να βρεθεί κάποιος να ξανά ράψει
το σαρκίο μου.
Δημήτρης Ευθυμίου
μπαίνω κρυφά στο παλιό ερειπωμένο σπίτι
τσακισμένα παραθυρόφυλλα
δυο πόρτες ριζωμένες στο ξύλινο πάτωμα
μια κουτσή πολυθρόνα, με μπαλώματα
γυαλιά αραχνοφορεμένα σαν κεντήματα ‘δω και κει
ίχνη απ’ αποτσίγαρα, σχεδόν σβησμένα στο χρόνο
κάποιες φωτογραφίες σκόρπιες από ταξίδια κι αρκετά κοχύλια
και είναι τόσο οικείο
αρκεί κάποια στιγμή
να βρεθεί κάποιος να ξανά ράψει
το σαρκίο μου.
Δημήτρης Ευθυμίου
Καθώς κοιτούσα μέσα στον κόσμο που με περιέβαλλε τα πραγματικά πρόσωπα
με τα οποία ο Θεός εμφανιζόταν, σκεφτόμουν σε τι χρησίμευε ο Θεός κι
αυτό που συναντούσα / κι αυτό που συναντούσα, ξανά και ξανά, ήταν ο
καθαγιασμένος φόβος, η δικαιολόγηση του θανάτου, της ενοχής και της
τιμωρίας, τα δεσμά για σώματα ή συνειδήσεις, ο σχηματισμός άτακτων μαζών
εργαζόμενους για το τίποτε, το ξεπούλημα της ζωής για το Μέλλον…
Αγουστίν Γκαρσία Κάλβο
Αγουστίν Γκαρσία Κάλβο
Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015
Εμείς, τα παιδιά των λαϊκών γειτονιών, όταν πέφταμε, σαλιώναμε την
πληγή, κλέβαμε μανταρίνια, ξαπλώναμε στο γρασίδι δίνοντας γροθιές ο ένας
στον άλλον, κυνηγούσαμε τις νεαρές πίσω απ’ τις ελιές, ίσα – ίσα για να
γευτούμε το χειλάκι τους, πιάναμε με γυμνά χέρια τα φραγκόσυκα και
βουτάγαμε από δέκα μέτρα στη θάλασσα. Εμείς, οι ενήλικες των λαϊκών
γειτονιών, ξεμάθαμε, σαλιώνουμε τα πενηντάευρα, ξαπλώνουμε μονάχα σε
ανατομικό στρώμα, κυνηγάμε τις γυναίκες των άλλων, τρώμε φραγκόσυκα
καθαρισμένα και βουτάμε σε χλιαρό νερό στη μπανιέρα. Αυτό θαρρώ, πως
λέγεται, παρακμή του ενήλικα…
Δημήτρης Ευθυμίου
Δημήτρης Ευθυμίου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)