Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Μια δράκα απ’ όνειρα
θα σου πετάξω μες στης νύχτας τον λυγμό
Δεξίμι απ’ άλλη γη,
απ’ το παράλληλο σύμπαν
εκεί που τα ανέφικτο γίνεται εφικτό
για να σταματήσεις το γόος,
να πάψεις επιτέλους το μοιρολόι σου

Δημήτρης Ευθυμίου
Αναρριπίζω απόψε με την ανάσα
το σκλαβωμένο πάθος,
να γεννηθεί μέσα απ’ τα μπουντρούμια
αυτών που σε φυλάκισαν.
Πλαστούργημα των θεών της ηθικής,
που μου προστάζουν
Σώπαινε, σώπαινε μικρέ άνθρωπε.
Αγνοούν τη δύναμή μου,
όπως την αγνοείς και συ καρδιά μου
Μην το φοβάσαι το πάθος.
Πόσο ακόμα θα ζήσεις;
για να το κρατάς σαν φυλακτό
καρφιτσωμένο στη φανέλα;

Δημήτρης Ευθυμίου
Όταν η σιωπή αφήνει μια συλλαβή, αχνοφέγγει μέσα στο σκοτάδι η ψευδαίσθηση της λύτρωσης. Η δυσθανασία της ψυχής στα χέρια του υποταγμένου. Ο δουλόφρων της ζωής, δορίκτητος και λαβωμένος περιμένει το τελικό χτύπημα. Και πριν κλείσει τα μάτια έρχεται αντίπρωρη λαβή απ’ τη θέληση και ορθώνει ανάστημα. Μέσα σ’ ένα τίποτα ο ακροβάτης της ζωής μεταμορφώνεται σε αναρριχητής. Αυτό το τίποτα αρκεί για να βρεθείς στον αντίθετο πόλο. Μόνο αυτός που κοιτάζει την κορυφή μπορεί να κερδίσει τον επίγειο παράδεισο, οι υπόλοιποι καθηλωμένοι στους πρόποδες θα μαζεύουν μαργαρίτες. 
Δημήτρης Ευθυμίου
Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπώ εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι ἡ δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τούς εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.
Ο. Ελύτης
Foto: Staten Island, 1949
Ο γραιγολεβάντες παίζει φυσαρμόνικα λίγο πριν το σούρουπο. Nότες βγαλμένες απ’ το θρόισμα των φύλλων. Κι άλλες που δίνουν ένα σολ προερχόμενο απ’ το sole, με τις δειλές ηλιαχτίδες του ν’ απλώνονται σαν χορδές πάνω στη θάλασσα. Λεπιοειδή φύλλα απ’ τα αλμυρίκια αγγίζουν τις χορδές σαν πέννες κιθάρας. Ένα φα η καλπάζουσα φαντασία της στιγμής, με μουσική υπόκρουση απ’ τον παφλασμό των κυμάτων. Το γκέμι του Ποσειδώνα στη μάταιη προσπάθεια του να δαμάσει τη θάλασσα. Χτυπά πάνω στα βράχια και η συμφωνία των στοιχείων της φύσης δωρίζουν την ύψιστη στιγμή. Διαχειμάζω αγναντεύοντας, τι άλλο... τον ερχομό της Άνοιξης.
Δημήτρης Ευθυμίου
Εκείνος που έτσι σας καταδυναστεύει έχει μόνο δύο μάτια, μόνο δύο χέρια, μόνο ένα σώμα, τίποτα παραπάνω από όσα διαθέτει και ο τελευταίος άνθρωπος ανάμεσα στους αμέτρητους που κατοικούν στις πόλεις σας. Στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα παραπάνω για να σας καταστρέψει, από την εξουσία που εσείς του απονείματε. Πού βρήκε αρκετά μάτια για να σας κατασκοπεύσει εάν δεν του τα δώσατε οι ίδιοι; Πώς μπορεί να έχει τόσα πολλά χέρια για να σας χτυπά, εάν δεν τα δανείστηκε από εσάς; Τα πόδια με τα οποία ποδοπατά τις πόλεις σας, πού τα βρήκε εάν δεν είναι τα δικά σας; Πώς έχει οποιαδήποτε εξουσία πάνω σας, εκτός μέσα από εσάς; Πώς θα τολμούσε να σας επιτεθεί εάν δεν είχε τη συνεργασία σας; Τί θα μπορούσε να σας κάνει εάν εσείς οι ίδιοι δε συνεργούσατε με τον κλέφτη που σας ρημάζει, εάν δεν ήσασταν συμμέτοχοι με τον εγκληματία που σας σκοτώνει, εάν εσείς οι ίδιοι δεν προδίδατε τους εαυτούς σας; Σπέρνετε τα χωράφια σας ώστε να μπορεί να τα ρημάζει, φτιάχνετε κι επιπλώνετε τα σπίτια σας ώστε να του δίνετε αγαθά για να πλιατσικολογήσει. Ανατρέφετε τις κόρες σας ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τη λαγνεία του. Μεγαλώνετε τα παιδιά σας ώστε να μπορεί να ασκήσει πάνω τους το μεγαλύτερο προνόμιο που ξέρει – να οδηγηθούν στις μάχες του, να πάνε στο σφαγείο, να γίνουν υπηρέτες της απληστίας του και όργανα της εκδίκησής του. Παραδίδετε τα κορμιά σας στην σκληρή εργασία, προκειμένου να είναι σε θέση να ικανοποιεί τις απολαύσεις του και να κυλιέται στις αισχρές ηδονές του. Αδυνατίζετε προκειμένου να τον κάνετε τον ισχυρότερο και τον ενδοξότερο που θα σας έχει υπό έλεγχο.
Etienne de La Boétie
Ένα τσιγάρο μου πες είναι η ζωή,
δυο ρουφηξιές
Ένα διάστημα μεταξύ καλημέρας και καλησπέρας
και πριν το καταλάβεις 

νύχτωσε
Δημήτρης Ευθυμίου
«Δεν θα υπηρετήσω κάτι στο οποίο δεν πιστεύω πια, είτε αυτό λέγεται σπίτι μου είτε πατρίδα μου είτε εκκλησία. Θα προσπαθήσω να εκφράσω τον εαυτό μου με κάποιον τρόπο ζωής ή τέχνης όσο μπορώ πιο ελεύθερα και πιο ολοκληρωμένα, χρησιμοποιώντας για άμυνά μου τα μόνα όπλα που επιτρέπω στον εαυτό μου – σιωπή, εξορία, πονηρία».
Τζέιμς Τζόις

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013



Ένα όμορφο χειμωνιάτικο ξημέρωμα, από κείνα τα πρωινά που ο ήλιος μας υπενθυμίζει ποιος είναι ο κυρίαρχος της ζωής, ποιος κάνει κουμάντο και ας λαγοκοιμάται για κάποιους μήνες. Αυτό το πρωινό σε σπρώχνει να ξεμυτίσεις νωρίτερα και κάπως έτσι τράβηξα για το πάρκο. Συντροφιά ο συνοδοιπόρος  μουσούδας και φίλος μου Μπέρναρντ. Μπέρναρντ, απ’ το Μπέρναρντ Σω,  τιμώντας τον αγαπημένο δραματουργό κι έχοντας τη βεβαιότητα πως αν ζούσε δε θα είχε κανένα πρόβλημα που «ασελγώ το όνομά του» γνωρίζοντας -μέσα απ’ τα έργα του- πόσο πνευματώδης ήταν εν ζωή και πόσο αγαπούσε τα ζώα, αυτά με τα τέσσερα πόδια.
Αυτός ο περίπατος ήταν ξεχωριστός, έτσι αποδείχθηκε όσο ο ήλιος αποκτούσε ισχύ και ήταν κεφάτος. Στο πάρκο πέρα απ’ τα σχολιαρόπαιδα κοπανατζήδες (τι ωραίες εποχές), τις κυρίες με τα θορυβώδη τέκνα τους, τους συνταξιούχους που με τις πρώτες ηλιαχτίδες είχαν ήδη κάνει κράτηση στα μετρημένα παγκάκια –δεν μπορώ να εξηγήσω πως είναι πάντα πριν από μένα-  ξεκίνησε η καθημερινή πρωινιάτικη βόλτα μας. Μέχρι δω τίποτα το ασυνήθιστο, συνηθισμένες εικόνες . Μόνο ο ήλιος πρωταγωνιστούσε και δικαίως μετά από μια βδομάδα που η βροχή μας μούλιασε σαν σταφίδες.
Μετά την πρώτη μας ώρα κι αφού κατεβήκαμε- ανεβήκαμε, με τη δικιά μου γλώσσα πιο μεγάλη και απ’ του Μπέρναρντ, με τον παλμό, πάντα το δικό μου να χτυπά σαν ταμπούρλο γιορτινό λες κι εγώ ήμουν αυτός που έτρεχα, μύριζα, κυνηγούσα τα περιστέρια στο πάρκο, φώναξα τον φίλο.
Μπέρναρντ για «καμ του δώθε» και ενώ έκανε πως δεν ακούει, ήρθε με την ουρά στα σκέλια, όπως πάντα άλλωστε.
Φίλε μου, ήρθε η στιγμή να ξεκουραστούμε, να απολαύσουμε αυτή τη μέρα, γι’ αυτό ψάξε μήπως βρούμε καμιά θέση.
Που να βρεις χώρο να ξαποστάσεις;
 Μόνο ένα παγκάκι με δύο κύριους σε απόσταση
« Τι λες, χωράμε; Για πάμε να δούμε»
 Στις δύο άκρες ενός κατεστραμμένου απ’ τη φθορά του χρόνου πόστου δύο ηλικιωμένοι κύριοι. Ένα κενό ανάμεσα τους, που σε άλλη περίπτωση θα είχα αγνοήσει, πιθανόν θα είχα συνεχίσει τη βόλτα μας ή θα επιστρέφαμε . Για λίγα λεπτά θα μπορούσα να υποστώ αυτό το «στένεμα» αρκεί ο ήλιος να παρέμεινε κι αυτός στο πόστο του.
Άραξα λοιπόν στη μέση, χωρίς να απλωθώ και ο μόνος που βολεύτηκε καλά ήταν ο Μπέρναρντ, μπρος στα πόδια μου. Η στιγμής της απόλαυσης είχε έρθει και τοποθετώντας τα γυαλιά ήλιου, έκλεισα τα μάτια. Πάνω στο λεπτό η απόλαυση που τόσο λαχταρούσα διεκόπη από μια ευγενική φωνή απ’ τα δεξιά μου. Αυτό ήταν, τα ωραία κρατούν δεύτερα σε αυτή τη ζωή.
«Κύριε, σας ενοχλεί αν ανάψω το πούρο μου;»
Και πριν βγάλω τα γυαλιά κι αρθρώσω την πρώτη συλλαβή, ακούστηκε μια πιο βαριά φωνή απ’ τα αριστερά μου
«βρε Μιχάλη, δεν έχεις το θεό σου, όχι πως τον είχες και ποτέ, αλλά, μας έχει δηλητηριάσει τόσα χρόνια μέσα, θες να μας ενοχλείς και στις βόλτες μας; Σκέψου και τον νεαρό. Αμάν πια».
 Μια γρήγορη σκέψη
«Γαμώτο! Δε θα βρω την ησυχία μου. Και μετά απ’ αυτή την ερώτηση, θα αρχίσει η διδαχή, η κρίση της εποχής, τα κόμματα ή αρθρίτιδα ή καρδιά, η πίεση και τα οικογενειακά».
Πριν μεσολαβήσω για να υποστηρίξω τη μη ενόχλησή μου απ’ τον καπνό, ακούστηκε η απάντηση του κυρίου απ’ τα δεξιά μου. «Αδερφέ μου, μπορείς από ευγένεια να γκρινιάξεις όταν επιστρέψουμε για να μην ενοχλούμε τον νεαρό;»  
Για να δω τώρα, αν θα προλάβω αυτή τη φορά να πω κάτι και όντως πρόλαβα
«Δεν ενοχλείτε, καπνίζω κι εγώ, αρκετά συχνά. Απολαύστε το πούρο σας»
Τι άλλο θα μπορούσα να πω; Κάπως έτσι άνοιξε ο ασκός του Αιόλου.
«Νεαρέ μην τον ακούς, μακριά απ’ το τσιγάρο, μακριά απ’ αυτόν τον δαίμονα όσο είναι καιρός»
Ωραία! Θα βρεθώ ανάμεσα σε αδερφικό εμφύλιο, με συμβουλές, κηρύγματα. Γνωστό το σενάριο, γνωστή και η συνέχεια. Λίγο ακόμα, λίγα λεπτά και θα την κάνουμε μουσούδα. Να μιλήσω τώρα ή να χαμογελάσω; Αν χαμογελάσω πιθανόν να καταλάβουν πως δεν έχω την παραμικρή διάθεση για διδαχές. Κι ενώ έκανα όλους αυτούς τους συνειρμούς, κοιτάζοντας με τρόπο το ρολόι, ακούστηκε η απάντηση απ’ τον κύριο που μόλις άναψε το πούρο του.
«Αν σας ενοχλώ παρακαλώ μη ντραπείτε να μου το πείτε» και αποτραβήχτηκε στην άκρη, ένα βήμα και θα έπεφτε στο χαλίκι, ακόμα υγρό απ’ τις τελευταίες νεροποντές.
 «Λυπάμαι, αλλά πάω να περπατήσω» ο αντικαπνιστής αδερφός, θιγμένος απ’ την ήρεμη φωνή του αδερφού του σηκώθηκε και άρχισε να περπατά.
«Μην ενοχλείστε, θα του περάσει. Είναι γεννημένος γκρινιάρης και δεν άλλαξε τα τελευταία 82 χρόνια. Και να σας εξομολογηθώ κάτι; Εύχομαι να μην αλλάξει όσος χρόνος μας απομένει, θα ήταν βαρετό μια συμφωνία χαρακτήρων»  
Ίσως η χροιά της φωνής του με έκανε να ματαιώσω την εκκίνηση μου. Κάπως έτσι και έχοντας επίγνωση τι μπορεί να με περιμένει, ξεθάρρεψα.
«Νομίζω κύριε, πως έχετε δίκιο. Οι πολλές σιωπές δεν αντέχονται»
Ένα λεπτό χαμόγελο, μια βαθιά ρουφηξιά και να η ευκαιρία να βγάλω τον καπνό μου.
«Μπορώ να προσκαλέσω κι εγώ αυτό τον διάολο κύριε;» δείχνοντας την καπνοθήκη κι  αφήνοντας ένα σχεδόν παρόμοιο χαμόγελο.
«Μα βεβαίως και μπορείτε νεαρέ. Θα ήθελα να δω τον αδερφό μου να επιστρέφει, να αντίκριζε δύο δαίμονες. Ήδη τον φαντάζομαι « A! Eίσαι παρακινητής, χαλάς τη νεολαία. Kι αφού θα έβγαζε δύο βαριές ανάσες θα έφευγε, γυρίζοντας μετά από δυο-τρία βήματα κουνώντας το κεφάλι»  
«Νομίζω πως το διασκεδάζετε κύριε» απάντησα. Αυτή τη φορά χαμογέλασα λίγο παραπάνω και ήταν αβίαστο μια και άρχισα να νιώθω άνετα.
«Δε θα το κρύψω, τις περισσότερες φορές με διασκεδάζει, αν και πιστεύω πως θα του έλειπαν αυτές οι καθημερινές αψιμαχίες και του ιδίου.»
«Εννοείται πως γίνεται τόσο συχνά αυτό που βλέπω;»
«Κάθε ώρα και λεπτό, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο σοβαρά θέματα. Μαύρο εγώ, λευκό αυτός και είναι όλη μας η ζωή δύο άκρα, όπως μας βρήκες σε αυτό το παγκάκι».
Γύρισα να δω τον Μπέρναρντ που είχε πάρει έναν υπνάκο και ρώτησα όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσα.
« Μα χωρίς να εισβάλλω στη ζωή σας, μένετε μαζί όπως κατάλαβα. Το ερώτημα μου δεν έχει να κάνει -αν και το σκέφτηκα, αν μένετε μια ζωή μαζί-  αλλά όπως μου προαναφέρατε στην αρχή ήταν πάντα έτσι; Και σας ρωτώ γιατί έχω μια άποψη πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, τουλάχιστον προς το καλύτερο. Θεωρώ, δε ξέρω αν σφάλλω σε κάτι πως μόνο ένα συνταρακτικό γεγονός ή μια ζωή αναζήτησης μπορεί να σε αλλάξει, να διαμορφώσει τις σκέψεις σου».  
«Ζούμε δέκα χρόνια μαζί, από τότε που απεβίωσε η σύζυγος του. Εγώ ήμουν πάντα μόνος, επιλογή ζωής τη λένε. Δεν το επιδίωξα, έτυχε και έμαθα να ζω καλά με αυτήν. Μετά το θάνατο της Μαρίας, της νύμφης μου και μέσα στο διάστημα των έξι μηνών έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό. Εγωιστής και σκληρός όπως ήταν δεν ήθελε κανενός τη βοήθεια και το μοναδικό του παιδί χρόνια τώρα στην Αμερική ήταν δύσκολο να επιστρέφει. Δε θέλησε και ο ίδιος να μετοικίσει στο γιο του. Θυμάμαι καλά τι μου είπε όταν ο ανιψιός μου του ζήτησε.
«Δεν αφήνω το σπίτι μου, τη χώρα μου για να τρέχω σε αυτούς τους καουμπόηδες »
«Δέκα χρόνια!  Να προσθέσω και τα παιδικά, εφηβικά σας χρόνια;»
«Ναι ακριβώς. Στην εποχή των δεινόσαυρων ανήκουμε. Ένα χρόνο μεγαλύτερος εγώ, αλλά μέχρι τα 18 μας καταφέραμε χωρίς μεγαλο-τραυματισμούς να μεγαλώσουμε. Κάτι ουλές, ζωγραφιές παθιασμένων παιδιών»
«Διαφέρετε σε πολλά αντιλαμβάνομαι. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως δεν είστε οι μόνοι. Κι εγώ βλέπω πόσο διαφέρω με τα αδέρφια μου»
«Ίσως να σας κουράσω τώρα νεαρέ μου, θα κοιτάξω να μη μακρηγορήσω σε σημείο που να μη σας ξαναδώ σε αυτό το πάρκο».
«Αν με κουράσετε, θα εκπαιδεύσω τον Μπέρναρντ να έρχεται μόνος του στο πάρκο».  
Του ‘γνεψα χαμογελώντας και ανταπόδωσε με το πούρο μισοσβησμένο στα χείλη του. Δε διακρίνονταν εύκολα μια και η κάτασπρη γενειάδα του έκρυβε τα σημάδια μας ζωής.
«Όλοι είμαστε διαφορετικοί. Κανείς δεν εξαιρείται. Απλά ο καθένας τραβά τον δρόμο του. Η επαφή των ανθρώπων έγκειται στην ελευθερία του λόγου, στην επιχειρηματολογία και στο πόσο ακούραστα και διασκεδαστικά -θα τόνιζα- βιώνουν την συνύπαρξή τους. Ο επιθετικός, απόλυτος, δεν ελέγχει πρωτίστως τον εαυτό του. Στη δικιά μας περίπτωση είναι διασκεδαστικός και έχει άποψη. Δεν αποδέχεται τον τρόπο σκέψης μου, αλλά αναρωτιέται, το ίδιο κάνω κι εγώ και συμβιώνουμε μέσα σ’ έναν κόσμο με αντιθέσεις αλλά με διαρκεί γύμναση του μυαλού. Πιθανόν για να αποφύγουμε το Αλτσχαιμερ ή γιατί δεν έχουμε άλλες επιλογές»
Η συζήτηση μας διήρκησε άλλα δέκα λεπτά με περισσότερα χαμόγελα και λιγότερες φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις. Μιλήσαμε για τον Μπέρναρντ Σω αλλά και για τον δικό μου Μπέρναρντ και αφού τελειώσαμε τον καπνό μας με αποχαιρέτησε ευγενικά και πήγε να βρει τον αδερφό του που όπως είπε στην τελευταία του ατάκα «Με τόσο περπάτημα δε θα χρειαστούν λάδωμα τα κόκαλα του απόψε»
Μια όμορφη χειμωνιάτικη μέρα, ο Μπέρναρντ, εγώ και ο κύριος της πλατείας.
Δημήτρης Ευθυμίου
Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι είναι στιγμές που το κατορθώνει.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες του δε χωράνε μέσα στον ύπνο.
T. Λειβαδίτης