Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Δουλεύω ενάντια στον χρόνο, και δεν υπάρχει λόγος να αποφύγω αυτό το θέμα, εννοώ το να αγνοήσω το πρόβλημα του χρόνου που εκπνέει τόσο γρήγορα. Θα μπορούσα σ’ αυτό το σημείο, να προσποιηθεί κάποιου είδους ηρωική στάση, αλλά αυτό θα κατέληγε μονάχα σ’ ενός είδους αυταρέσκεια που απεχθάνομαι, η οποία θα έπρεπε να αποδοθεί στην αυτολύπηση, μια ιδιότητα που βρίσκω ιδιαίτερα αποτροπιαστική. Η στάση μου απέναντι στον εαυτό μου ποτέ δεν εκπήγαζε από τον οίκτο, δόξα τω Θεώ. Διαθέτω, για να μνημονεύσω την Λεόνα Ντώσον στις Μικρές Εμπειρικές Συμβουλές, αυτή την τρομερή περηφάνια στον χαρακτήρα μου: εάν ένα άτομο, είτε είναι μια ερωτοχτυπημένη αισθητικός σαν την λεόνα είτε όχι, έχει περηφάνια στη φύση του, δεν είναι έτοιμο να παραδοθεί στην εξευτελιστική άσκηση της αυτολύπησης.
Τεννεσσή Ουίλλιαμς
Πότε θα ξαναμιλήσεις;
Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα.
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Σεφέρης

Συλλογιζόμουνα σήμερα ένας άνθρωπος που γερνά είναι ένας άνθρωπος που γεννά μέσα του παιδιά και τα βλέπει να μεγαλώνουν.
Αυτό το παιδί είναι η αγάπη, εκείνο η timidite, εκείνο το ονειροπόλημα, εκείνο το άλλο η περιπέτεια, κ.τ.λ. Τ'αγαπά όλα μαθαίνει σιγά σιγά να τους μιλά και τους μαθαίνει να του μιλούνε. Άμα είναι μόνος βλέπει ένα ολόκληρο παιδολόι να χοροπηδά. Τι θα γίνουν όταν μεγαλώσουν; Ίσως μείνουν ένα -δύο για να τον οδηγούν όταν έρθει το τέλος, τυφλό σαν τον Οιδίποδα, ίσως άμα φύγουν όλα τα άλλα ,ακολουθήσει αυτός τις περιπέτειες εκείνου που αγαπά περισσότερο. Είναι όμως άνθρωποι που τρώνε τα παιδιά τους μόλις γεννηθούν, σαν τον Κρόνο. Αυτοί είναι οι περισσότεροι. Κι επειδή, στο τέλος, αν δεν γελιέμαι, τα παιδιά του Κρόνου δεν ήταν παρά απλές πέτρες, δεν είναι καθόλου παράξενο που έχουν τόσο βαρύ στομάχι αυτοί οι άνθρωποι.
Γ.Σεφέρης 28 Μάη 1932, από το Λονδίνο Μέρες
Ένας άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα περιβόλι μπροστά σ’ ένα πηγάδι κι ένα πράσινο δέντρο. Παίρνει μια πέτρα και τη ρίχνει στο πηγάδι προσέχοντας ν’ ακούσει τον αντίλαλο. Δεν ακούγεται τίποτε, αλλά τη στιγμή που η πέτρα θα ’πρεπε να ‘χει αγγίξει το νερό, σπάει ένα συννεφάκι πάνω από το δέντρο και το ποτίζει με μια ψιλή βροχή. Αυτή την εντύπωση έχω άμα διαβάζω τα γράμματά σου: η απάντηση έρχεται από αλλού.
Δεν έχω έναν άνθρωπο ούτε κοντά μου ούτε μακριά μου. Είναι περίεργο και πικρά διασκεδαστικό τώρα πια να παρακολουθώ πώς απομακρύνονται οι άνθρωποι από μένα. Μη νομίζεις πως ξεχνώ ότι η ευγένεια του ανθρώπου είναι να δίνει.
Γιώργος Σεφέρης (1932)
Αναγνωρίζω ότι διάγουμε τον βίο μας και διατηρούμε την ψυχική μας ευστάθεια, με μόνο φάρο στο σκοτάδι αυτήν τη διπρόσωπη μνήμη, αυτήν την αναξιοπιστία, όπως ακριβώς οικοδομούμε την αγάπη μας πάνω σε χάρτινους κόσμους γεμάτους παρανοήσεις και αναλήθεια. Ίσως έτσι να είναι και η φύση μας, και ενδεχομένως, με τρόπο ακατανόητο, να είναι κι αυτό στοιχείο του ανθρώπινου μεγαλείου- ότι είμαστε ικανοί να χτίσουμε τα πιο θαυμάσια και ακλόνητα οικοδομήματά μας πάνω σε θεμέλια σαθρά σαν μια χούφτα σκόνη.
Σεμπάστιαν Μπάρρυ
Το στοίχημα της ματαιοδοξίας και η απόλυτη ευχαρίστηση: Μερικές φορές ο Φεντέρ σταματούσε απότομα να μιλάει· μάλωνε τον εαυτό του που έλεγε την αλήθεια σε μια τόσο νέα γυναίκα: δεν προκαλούσε έτσι κινδύνους για την ευτυχία τους; Από μια άλλη πλευρά, ο Φεντέρ απέδιδε στον εαυτό του δικαιοσύνη: τίποτα από αυτά που έλεγε δεν είχε ως απώτερο σκοπό να διευκολύνει τα σχέδια που έκανε ενδεχομένως ο έρωτάς του. Στην πραγματικότητα, δεν είχε κανένα σχέδιο· απλώς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην ευχαρίστηση να περνάει τη ζωή του με τη στενή και ειλικρινή συντροφιά μιας νέας και γοητευτικής γυναίκας, που μπορεί να τον αγαπούσε.
Σταντάλ

Και ο βαθύς τριγμός να μας θυμίζει ότι υπάρχουμε, ότι είμαστε, για να μην αναρωτηθούμε αν είχαμε ζωή πριν το θάνατο.
Ν. Καρούζος
«Υπάρχουν ανθρώπινα πεπρωμένα δεμένα μ’έναν τόπο ή μ’ένα τοπίο. Εκεί, σ’εκείνο τον κήπο, καθισμένος σ’ενός συντριβανιού την άκρη, ονειρεύτηκες μια μέρα τη ζωή σαν αστείρευτη σαγήνη. Η άπλα του ουρανού σε ωθούσε σε δράση, η ανάσα των λουλουδιών, τα φύλλα και τα νερά, στην απόλαυση χωρίς τύψεις.
Αργότερα θα καταλάβαινες πως ούτε τη δράση ούτε την απόλαυση θα μπορούσες να βιώσεις με την τελειότητα που είχαν στα όνειρά σου στην άκρη του συντριβανιού. Και τη μέρα που κατάλαβες αυτή τη θλιβερή αλήθεια, αν και βρισκόσουν μακριά και σε ξένη γη, πόθησες να γυρίσεις σ’εκείνο τον κήπο και να ξανακάτσεις στην άκρη του συντριβανιού, για να ονειρευτείς ακόμη μια φορά τη νιότη που εχάθη.»
Θερνούδα
Η μοναξιά βρίσκεται σε όλα για σένα, και όλα για σένα βρίσκονται στη μοναξιά. Νησί της ευτυχίας όπου τόσες φορές κατέφυγες, συμφιλιωμένος μάλλον με τη ζωή και τις προθέσεις της, κουβαλώντας εκεί, όπως εκείνος που κουβαλά από την αγορά κάποια λουλούδια που τα πέταλά τους θα ανοίξουν κατόπιν με φρόνιμη πληρότητα, την αναταραχή που σιγά σιγά θα κάνει να κατακάτσουν οι εικόνες, οι ιδέες.
Υπάρχουν εκείνοι που όντας μέσα στη ζωή την αντιλαμβάνονται βιαστικά και είναι οι αυτοσχεδιαστές, αλλά υπάρχουν επίσης κι εκείνοι που χρειάζονται να αποστασιοποιηθούν από εκείνη για να τη δούν περισσότερο και καλύτερα και είναι οι παρατηρητές. Το παρόν είναι υπερβολικά τραχύ, όχι σπάνια γεμάτο ειρωνικό σολοικισμό, και πρέπει να αποστασιοποιηθεί κανείς απ’αυτό για να καταλάβει την έκπληξη και την επανάληψή του.
Ανάμεσα στους άλλους κι εσένα, ανάμεσα στον έρωτα κι εσένα, ανάμεσα στη ζωή κι εσένα, βρίσκεται η μοναξιά. Όμως αυτή η μοναξιά που σε χωρίζει απ’όλα δεν σε θλίβει. Γιατί θα έπρεπε να σε θλίβει; Αν λογαριαστείς με όλα, με τη γη, την παράδοση, τους ανθρώπους, σε κανέναν δεν οφείλεις τόσα όσα στη μοναξιά. Λίγο ή πολύ, ό,τι κι αν είσαι σ’εκείνη το οφείλεις.
Παιδί, όταν τη νύχτα κοίταζες τον ουρανό, που τα αστέρια του έμοιαζαν φιλικές ματιές που γέμιζαν τη σκοτεινιά με μυστηριώδη συμπάθεια, η ευρύτητα των χώρων δεν σε φόβιζε αλλά απεναντίας, σε κρατούσε μετέωρο σε καλοδεχούμενη σαγήνη. Εκεί, ανάμεσα στους αστερισμούς έλαμπε ο δικός σου, διαυγής σαν το νερό, φωτοβόλος σαν τον άνθρακα που είναι το διαμάντι: ο αστερισμός της μοναξιάς, αόρατος στους πολλούς, προφανής και αγαθοποιός για μερικούς, ανάμεσα στους οποίους είχες την τύχη να συγκαταλέγεσαι.»
Λουίς Θερνούδα
Πάντα μού ήτανε αγαπητός αυτός ο έρημος ο λόφος,
Κι αυτός ο φράχτης, που ένα τόσο μεγάλο μέρος
Του έσχατου ορίζοντα αποκλείει απ' τη ματιά.
Αλλ' όπως κάθομαι και αγναντεύω, χώρους
Ατέλειωτους πέρ' απ' αυτόν, και σιωπές
Πέρ' απ' τ' ανθρώπινο, και βαθύτατη γαλήνη
Μέσα στη σκέψη μου επινοώ: όπου για λίγο
Παύει η καρδιά μου να φοβάται. Και σαν ο άνεμος
Ακούω να θροιζει ανάμεσα στα φύλλα, εγώ εκείνη
Την άπεφη σιωπή μ' ετούτη τη φωνή
Συγκρίνω: κι ανακαλώ το αιώνιο,
Και τις νεκρές τις εποχές, και την παρούσα
Ζωντανή, και τους δικούς της ήχους. Έτσι ανάμεσα
Σ' αυτό το αχανές πνίγεται η σκέψη μου:
Και το ναυάγιο είναι γλυκό σε τέτοια θάλασσα.
Τζιάκομο Λεοπάρντι
Ognuno sta solo sul cuor della terra
trafitto da un raggio di sole:
ed e subito sera .
(Salvatore Quasimodo)
Καθένας στέκεται μονάχος πάνω στην καρδιά της γης
και τον διαπερνά μιά ηλιαχτίδα:
και ξαφνικά γίνετ' απόγεμα.

Να πεθάνεις όπως οι διψασμένοι οι κορυδαλλοί
στο δρόμο τους προς τον αντικατοπτρισμό
Ή όπως τ' ορτύκι
μόλις που την επέρασε την θάλασσα
στους πρώτους θάμνους
γιατί άλλη δεν έχει θέληση
πιό πέρα να πετάξει
Μα να μη ζήσεις κλαίγοντας
σαν τυφλωμένη καρδερίνα
Τζιουζέπε Ουνγκαρέττι

[…] ανέβηκε στο γόνατό μου, αυτή την έρημο των αισθήσεων, εξερευνώντας την επιγονατίδα με τέτοια αφοσίωση, λες και μέσα εκεί κρυβόταν ένα λουκέτο που η γλώσσα της μπορούσε να το ανοίξει, μιλάμε για εξοργιστική σπατάλη γλώσσας […]
Λέοναρντ Κοέν
«Κάθε στιγμή αμήχανος κι αδέξιος, σαν μόλις να ερχόμουν κάθε στιγμή από μιαν άλλη ζωή.»
Τάσος Λειβαδίτης
Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.
Όσοι δε δουλεύουν φοβούνται μη δε βρουν ποτέ δουλειά.
Όποιος δε φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό.
Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.
Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει.
Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.
Ζούμε στα χρόνια του φόβου.
Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.
Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας.
Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.
Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ' όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.
Eduardo Galeano
Ο απρόσμενος επισκέπτης του Φάρου

Κατέβηκε αργά τα σκαλιά, κοντοστάθηκε στο τελευταίο σκαλοπάτι, κοίταξε το κρεμαστό ρολόι στον τοίχο και περίμενε ν’ ακούσει το δεύτερο χτύπο. Η ώρα ήταν περασμένη και σ’ αυτό το μέρος «μόνο καμιά γοργόνα θα μπορούσε να με καλέσει», σιγοψιθύρισε χαμογελώντας.
«Αργά ήρθες κόρη μου, με πήραν τα χρόνια και μήτε τα πόδια μπορώ να σύρω. Κακή συνήθεια με βρήκε, να παραμιλώ, ν’ ακούω θορύβους και να σκέφτομαι τη γοργόνα της νιότης μου. Μόνο καμιά γερογοργόνα μπορεί να χήρεψε και να τράβηξε να με ανταμώσει». Έγειρε στο σάπιο δοκάρι της ξύλινης σκάλας, έπιασε τα άσπρα-πυκνά μαλλιά του, τα τράβηξε πίσω, άφησε τα δάχτυλα να οργώνουν το Κιλιμάντζαρο όπως αποκαλούσε το πυκνό λευκό τρίχωμα της κεφαλής και συνέχισε να παραμιλά.
«Μα τι στην ευχή συμβαίνει; Κάθε φορά που παίρνω απόφαση να κατηφορίσω, βασιλεύει η σιωπή. Και τώρα, ποιος ανεβαίνει πάνω; Μέχρι ν’ ανέβω θα’ χω χάσει δύο βδομάδες ζωής. Κι αυτά τα πόδια, σφιχτά, γεροδεμένα απ’ έξω, αλλά μέσα σαν καρύδια μουχλιασμένα».
Έσυρε το χέρι του μέχρι την άκρη της σκάλας. Ένα χελιδόνι ζωγραφισμένο απεικονιζόταν στην κυκλική άκρη της. Άλλο ένα στην απέναντι άκρη είχε σχεδόν χαθεί απ’ τη φθορά του χρόνου, μόνο η φτερούγα του πρόδιδε το δίδυμο αδέρφι του. Όταν νέος είχε καταφθάσει στον φάρο είχε προσέξει πως υπήρχαν πολλές χελιδονοφωλιές, αλλά και ένας τεράστιος πίνακας με χελιδόνια που πρόβαλλαν απ’ τη θάλασσα και είχαν κατεύθυνση έναν φάρο. Κάπως έτσι είχε εξηγήσει την αγάπη του προκατόχου του για τα χελιδόνια.
Κάθισε στο σκαλοπάτι και όπως τράβηξε το χέρι για να στηριχτεί, μια φλούδα από ξύλο σηκώθηκε στον αέρα.
«Πέτα χελιδόνι μου, φέρε αυτή τη φλούδα ξύλου και τράβα και πιο μακριά, να μου φέρεις κανένα κόκκο άμμου, να μυρίσω καλοκαίρι».
Παραμιλούσε συχνά, πίστευε πως με αυτό τον τρόπο μπορούσε να ξεγελάσει τη νεκρική ησυχία του φάρου. Εξήντα χρόνια είχε περάσει δίπλα στη θάλασσα. Από τότε όμως που έχασε τη γυναίκα του, δεν ξανακατέβηκε κοντά της, την είχε πάρει η θάλασσα, ένα καλοκαίρι σαν κι αυτό.
«Μας ζήλευαν οι θεοί. Την ήθελε η θάλασσα, την ήθελε μακριά μου» αυτό ήταν το δικό του μοιρολόι, που στα χρόνια είχε μεταλλαχτεί σ’ ένα λυπηρό, μελαγχολικό νανούρισμα. Κάθε νύχτα, άνοιγε το κουτί με τα σημειώματα, ένα σκαλιστό κουτί με εκατοντάδες σημειώματα που άφηνε ο ένας στον άλλον, τα διάβαζε, τράβαγε στην τύχη μερικά και έφερνε εικόνες, μυρωδιές.
«Η μνήμη μερικών ανθρώπων δε γερνάει ποτέ, αν τη φροντίζεις , κι εγώ κάθε μέρα για λίπασμα έχω τις όμορφες, δυνατές στιγμές της ζωής μου» μουρμούρισε, αφήνοντας μια ανάσα, μια ριγηλή μικρή βουή που άφησε ηχητικά κύματα να περιηγηθούν σε όλο τον φάρο. Κάπως έτσι, έγερνε στη ντιβανοκασέλα του, δίπλα στο φινεστρίνι του φάρου και πριν αποκοιμηθεί τα έβαζε με τη θάλασσα, με τον Ποσειδώνα, «στον αγύριστο και οι θεοί» και έκλεινε τα μάτια.
Είχε περάσει ώρα που στεκόταν στο σκαλοπάτι, έκανε να σηκωθεί, ν’ ανέβει πάνω και με πιο δυνατή φωνή, ξεστόμισε, «κι αν φανεί καράβι, τι θα κάνω; Μα τι βρυχιέμαι ο παλαβός, τι μπορώ να κάνω πια, αυτά έχουν για οδηγό την τεχνολογία, κι εγώ για σπίτι τον παλιό μου πέτρινο φάρο. Τον δικό μου φάρο».
Σήκωσε το χέρι, πιάστηκε απ’ την άκρη της σκάλας, μάζεψε τα πόδια και έβγαλε μια προσταγή «ελάτε μαζί μου μαριονέτες» έτσι αποκαλούσε τα πόδια του και τινάχτηκε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Τράβηξε στο μικρό χώρο που ένωνε την είσοδο με τη μεγάλη πόρτα. Έπιασε ένα ποτήρι γάλα, έβαλε λίγο γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο και κάθισε στο σωρό απ’ τα αραχνοφορεμένα βιβλία του. Πήγε να ξεφυλλίσει το πρώτο βιβλίο που βρήκε, αλλά στην πρώτη σελίδα άκουσε κάτι ν’ ανασαίνει, «για να δω τώρα, θα περιμένω και θα τον φιλέψω ανάλογα, όποιος και να’ ναι» γύρισε, έψαξε μια ομπρέλα και την τράβηξε προς το μέρος του. Ήταν απ’ αυτές, που εξέχουν σαν αλεξικέραυνο και άρχισε να γελά, να ξεροβήχει και να γελά ακόμα πιο δυνατά.
«Τρόμο, θα σκορπίσω τρόμο… τρομάρα μου. Αχ! Κάποτε ήμουν λεβέντης και τώρα τρέμω σαν φύλλο». Τράβηξε το βιβλίο που μόλις είχε αφήσει και το έφερε στο πρόσωπό του, μύριζε χώμα, έβγαλε έναν αναστεναγμό που του τράνταξε τη μέση και έγειρε στον τοίχο, ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στην πόρτα.
Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα μάτια και να σου πάλι ο ίδιος θόρυβος, αυτή τη φορά κάτι σα να σκαλίζει την πόρτα. «Αυτή δεν είναι η γερογοργόνα, ο χάρος θα βγήκε παγανιά. Σιγά, μην ανοίξω. Το δρεπάνι του θα είναι. Έχεις δουλειά στο απέναντι νησί, κάτι χούφταλα που έχουν σειρά, μεγαλύτερα από μένα, τα είδα πέρσι που πήγα στον γιατρό του νησιού, τράβα προς τα εκεί να κάνεις γερή μπάζα» και χαμογέλασε. Είχε μάθει να μη φοβάται, παρότι οι καιροί είχαν αλλάξει, έτσι του έλεγε ένας περαστικός ταχυδρόμος που ζύγωνε τα καλοκαίρια για ν’ αγναντεύει περισσότερο τη θάλασσα και λιγότερο για την αλληλογραφία.
Τράβηξε την ομπρέλα, την κράτησε όσο σφικτά μπορούσε και άνοιξε με όση δύναμη είχε την πόρτα.
Μπρος του, για καλό του, δεν ήταν ο χάρος, μα μήτε η γερογοργόνα, αλλά ένας μαύρος αδύναμος σκύλος, που φοβισμένος απ’ το θόρυβο της πόρτας έκανε μερικά βήματα πίσω. Άφησε την πόρτα ανοιχτή. Τράβηξε μέχρι το τραπέζι, έβγαλε λίγο τυρί, δύο μεγάλες φέτες ψωμί, πήρε την κανάτα με το νερό, τις έβρεξε, τα ανακάτεψε όλα μαζί σ’ ένα τσίγκινο βαθύ δίσκο και τα άφησε στο κατώφλι.
«Έλα φίλε μου, κόπιασε, έλα να κάνουμε παρέα. Εγώ θα σου διαβάζω βιβλία, θα σου μιλώ για τη γοργόνα μου και εσύ θα μου κουνάς την ουρά σου και κάπως έτσι θ’ αποκοιμιόμαστε».

Δημήτρης Ευθυμίου

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Μίλα μου, γι΄ αυτό που κρύβεις
όπως μιλούν τα παιδιά.
Θέλω αυτό. Γιατί εκείνο;
Μίλα μου,
ασταμάτητα
Μέχρι να σου πω κουράστηκα
γιατί κάποτε θα σου το πω
πάντα υπάρχει μια στιγμή
που η κούραση
δεν ταλαιπωρεί το σώμα
μα τη ψυχή
Μίλα μου
γιατί η σιωπή
είναι σαν τον αργό θάνατο
ευτελίζει την ελπίδα
σαρώνει τα όνειρα
και σπαταλά το χρόνο
και των δυο μας

Δημήτρης Ευθυμίου
"η μηχανή-κλειδί της εποχής της εκβιομηχάνισης δεν είναι η ατμομηχανή αλλά το ρολόι... Η κανονικότητα του χρόνου που περνά επιβάλλει προοδευτικά πειθαρχία στους ανθρώπινους ρυθμούς και ρυθμίζει τους κανόνες εργασίας... Όταν θεωρούμε τη μέρα ως ένα αφηρημένο απόσπασμα χρόνου προς χρήση, δε θα κοιμηθούμε με τις κότες τα βράδια του χειμώνα. Θα εφεύρουμε τα κεριά, το φωταέριο, τους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, για να επωφεληθούμε απ' όλες τις ώρες της μέρας. Όταν αντιλαμβανόμαστε το χρόνο όχι ως μια διαδοχή εμπειριών, αλλά ως μια συλλογή ωρών, λεπτών, δευτερολέπτων, αποκτάμε τη συνήθεια να τον επιμηκύνουμε ή να τον αποταμιεύουμε... Απελευθερωμένος από τους φυσικούς κύκλους -τη μέρα και τη νύχτα, τις εποχές, τους χρόνους της ζωής κ.λπ.- ο πολίτης υποτάσσεται στον εξαναγκαστικό χρόνο, τον ορισμένο από τον αμείλικτο αυτοματισμό..."
Λιούις Μάμφορντ
«Απόταξε την λογοτεχνική, γραμματική κι συντακτική αναστολή... Σύνθεσε άγρια, ανυπότακτα, αγνά, να έρχεται από χαμηλά, όσο πιο τρελά τόσο το καλύτερο».
Κέρουακ
“… Χτες πρώτη φορά, το βράδυ, ύστερα από τόσον καιρό έπιασα λίγη λογοτεχνική δουλειά. Ήταν σα να είχες νυστάξει μέσα στη σκέψη μου και να σ΄είχε πάρει ο ύπνος.”
Γιώργος Σεφέρης
«Συμβαίνει με τις αυταπάτες ό,τι και με τις πατρίδες : ο καθ’ ένας έχει τη δικιά του. Κι εμείς που καπνίζουμε έχουμε την αυταπάτη μας, κι αυτοί που δεν καπνίζουν δεν πάνε πίσω. Αν και κατά βάθος εμείς «της απώλειας» ξέρουμε καλά τι είδους φωτογένεια προσδίδουμε στα σωθικά μας… Μα είναι και μεγάλη ευχαρίστηση το ρημάδι! Κι αυτή η νεόκοπη (;) αντίληψη του να ζούμε σαν άρρωστοι – ν’ αποφεύγουμε το ένα, ν’ αποφεύγουμε το άλλο – προκειμένου να πεθάνουμε υγιείς, δεν μου φαίνεται να συνάδει και πολύ με την ανθρώπινη φύση. Η πολλή σύνεση καμιά φορά είναι η άλλη όψη του κινδύνου.»
Ζυράννα Ζατέλη
Κι όμως, τίποτα σαν τα αγριολούλουδα, τίποτα σαν το βλέμμα ενός ζώου. Αγαπώ τα ζώα γι’ αυτό που είναι, κι αυτό που είναι έχει κατά πολύ να κάνει με το ότι δεν έχουν ιδέα από χρήμα, από κέρδος. Όπως και τα πολύ μικρά παιδιά. Φαντάζομαι ένα πουλί να περνάει κάθε τόσο από πάνω μας, αφήνοντας μια περίεργη, νηφάλια κραυγούλα: Αχ άνθρωποι, άνθρωποι...
Ζατέλη
"Τι παράξενο, αλήθεια! Οι άνθρωποι κουβεντιάζουν μόνο για όσα τους είναι απόμακρα και ξένα.
Τ' άλλα, αυτά που τους καίνε, μην αφήνοντας τους τις νύχτες να κοιμηθούν
τα ζει καθένας μονάχος, μέσα στη σιωπή. Και πεθαίνοντας τα παίρνει μαζί του
στον τάφο.
Γι' αυτό κι οι νεκροί είναι αμίλητοι. Γιατί ζουν την πιο δική τους ζωή ..."
Τάσος Λειβαδίτης
Περιμένω τ' αστέρια σε γαλάζια λεπτότητα.
Πώς θα 'θελα ν 'αχτιδοβολήσουν τ' άντερά μου!
Η ερημιά που ξέρουμε δεν είναι του θανάτου
Καρούζος

Ήταν παράξενη μέρα,
ο ήλιος πέρασε τις αχτίνες του μέσα απ’ τον τοίχο,
το νταβάνι έσταζε θαλασσόνερο
και τα πουλιά άνοιγαν απ’ έξω τα παράθυρα
και πετούσαν πάνω απ’ το προσκεφάλι,
αφήνοντας γράμματα της αλφαβήτου.
Ήταν παράξενη μέρα,
μια ηρωίδα από ένα βιβλίο μου ζήτησε τσάι
ενώ μου ψιθύριζε ένα διαφορετικό τέλος
απ’ αυτό του δημιουργού της
φτιαγμένο απ’ τα γράμματα που άφησαν σκόρπια
τα πουλιά
Π-Α-Μ-Ε Ν-Α Φ-Υ-Γ-0-Υ-Μ-Ε
και φύγαμε

Δημήτρης Ευθυμίου
«Όταν αναπολώ το παρελθόν μου και σκέφτομαι πόσο χρόνο έχω χάσει για το τίποτα, πόσο πολύ χρόνο έχω σπαταλήσει ματαιοπονώντας, σε λάθη, τεμπελιά, σε ανικανότητα για να ζήσω – πόσο λίγο εκτιμούσα τη ζωή, πόσες φορές αμάρτησα ενάντια στην καρδιά μου και στην ψυχή μου – τότε η καρδιά μου ματώνει. Η ζωή είναι ένα δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό μπορεί να είναι μια αιωνιότητα ευτυχίας!
Δεν είμαι ούτε κακόκεφος ούτε αποκαρδιωμένος. Η ζωή βρίσκεται παντού, η ζωή είναι εντός μας, όχι εκτός μας. Θα βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπινα πλάσματα και θα είμαι ένας άντρας μεταξύ αντρών κι έτσι θα παραμείνω για πάντα, δεν θα αποκαρδιωθώ και δεν θα τα παρατήσω ό,τι κι αν συμβεί – αυτό είναι η ζωή, αυτό είναι το νόημά της, θα το θυμάμαι για πάντα. Αυτή η ιδέα έχει κυριεύσει τη ζωή μου και το αίμα μου.»
Ντοστογιέφσκι
Σαν ξυράφι στο λαιμό έρχονται τα διλλήματα. Μπορείς; Θέλεις; Πρέπει; Κι αν είναι λάθος; Κι αν είναι λάθος, το λάθος που δεν τόλμησες; Και όσο η λεπίδα αγγίζει το δέρμα, καθρεφτίζοντας τον φόβο, ο ιδρώτας σκάει στο μέταλλο, πέφτει στο μέτωπο, τρέχει στο δέρμα και ποτίζει την καρδιά. Καίει τις αρτηρίες, καυτηριάζει τις αναλαμπές ζωής και άντε πάλι απ’ την αρχή.
Ο αυτόχειρας των διλλημάτων, ο παλιός καλός μπαρμπέρης. Γιατί όλη μας η ζωή, είναι στην κόψη του ξυραφιού ή στην προσποιούμενη κόψη του ξυραφιού.

Δημήτρης Ευθύμιου
Οι διαταραχές, οι ντροπές, οι φρίκες, από τις οποίες θέλουν να μας απαλλάξουν οι θρησκευτικές ή λαϊκές θεραπευτικές, συνιστούν κληροδότημα, που με κανένα τίμημα δεν θα έπρεπε ν’ αφήσουμε να μας το αποστερήσουν. Πρέπει ν’ αντιστεκόμαστε στους θεραπευτές μας, και να διαφυλάσσουμε τις δυστυχίες και τις αμαρτίες μας. Το εξομολογητήριο: βιασμός των συνειδήσεων…Κι αυτός ο άλλος βιασμός: η ψυχολογική ανάλυση! Εκλαϊκευμένο, εκπορνευμένο, το εξομολογητήριο θα εγκατασταθεί οσονούπω στις γωνιές των δρόμων: εκτός από κάποιους δολοφόνους, όλος ο κόσμος φιλοδοξεί να έχει ψυχή δημόσια, ψυχή – αφίσα.
Εμίλ Μιχάι Σιοράν
Γιατί εδώ, ανάμεσα στο πλήθος που με τριγυρίζει και τρέχει άτακτα και ταυτόχρονα υποταγμένα, βλέπω πολλά πρόσωπα και λίγα πεπρωμένα. Και πίσω από αυτά τα πρόσωπα, κάθε βαθύς πόθος, κάθε εξέγερση, κάθε παρόρμηση ανακόπτεται πάντα από το φόβο: φόβο για τη μομφή, φόβο για την ώρα, φόβο για τις ειδήσεις, φόβο για τη συλλογικότητα που πολλαπλασιάζει τις μορφές υποτέλειας. Φοβούνται το ίδιο τους το σώμα και τις επιπτώσεις του, φοβούνται να μη γίνουν οι δακτυλοδεικτούμενοι της δημοσιότητας. Φοβούνται τη μήτρα που δέχεται το σπόρο, φοβούνται τους καρπούς και το νερό. Φοβούνται τις ημερομηνίες, φοβούνται τους νόμους, φοβούνται τα συνθήματα και τα λάθη, φοβούνται τους κλειστούς φακέλους, φοβούνται οτιδήποτε ενδέχεται να συμβεί.
Αλέχο Καρπεντιέρ
Και τι άλλο ήθελα, τι άλλο να θέλω; Γεννήθηκα κι είμ’ ευτυχής, είμαι τώρα κι έπρεπε να ‘μαι από τότε. Ο καλός μου πατέρας μου ‘λεγε, όταν ήμουν μικρός, εκνευρισμένος, παραπονιάρης και κλαυθμηρός:
— Τι σου λείπει; Δε μου ‘λειπε τίποτα. Μου ‘λειπε το Άγνωστο, εκείνο που ονειρευόμαστε να ‘ρθη μια ‘μέρα στη ζωή μας σαν ραγδαία βροχή ευτυχίας, σαν χαλάζι αφθονίας, πλούτου, σαν ξέσπασμα της ανυπομονησίας μας για το απροσδόκητο, που τάχα θα ‘νε κάτι νέο, μία απόλαυσι δριμεία πνευματική, γιατί όταν ήμαστε παιδιά με όνειρα και φιλοδοξίες, δεν επιτρέπαμε στην αισθησί μας να ομολογήση πως διψάμε τον ερωτά κι όχι την πνευματική κατάκτησι. Και πού να ‘ξερα πως τα καλοκαιρινά μεσημέρια μου κι οι νυχτερινοί μου ύπνοι, ήταν γεμάτοι απόλαυσι...
Ρ. ΦΙΛΥΡΑΣ
Είχαμε την πεποίθηση πως ο έρωτας θα υπάρχει για πάντα, όπως ο αέρας, όπως το νερό, όπως το καλοκαίρι, όπως ο ήλιος. Ο έρωτας μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό του. Δεν δώσαμε σημασία στη κλίση που έπαιρνε σιγά σιγά το οικοδόμημα του έρωτα, στα καθημερινά μπαλώματα στο ύφασμά του. Το ευσυνείδητο γιγαντιαίο έργο που έκανε τον έρωτα να παραμένει τόσο κανονικός όσο και το φως.
Τζινέτ Γουίντερσον
Θα ήταν αρκετό ένα καλύβι, μικρό, ίσα-ίσα να χωρά το ζώο που’χω μέσα μου, καμιά δεκαριά ελεύθερα ζώα να μπλέκονται στα πόδια μου, ένα διάσελο να καταλήγει στη θάλασσα, πέτρες σαν θεριά να κρύβουν τ’ απάγκιο μου και άφθονο ουρανό για αντιστύλι στη μοναχικότητά μου. 
Δημήτρης Ευθυμίου
"Ποιον ήχο παράγει η σιωπή σου; Είναι απλό.
Παράγει τους ήχους του περιβάλλοντος και των άλλων ανθρώπων, συν την απουσία της φωνής σου.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η συνειδητή απουσία σου ενώ είσαι παρών; Πολλά.
Η σιωπή σου μπορεί να είναι συναινετική ή αμυντική ή προκοινωνική, δηλαδή να στέκεις στον χώρο ως βουβή «άγρια» ύλη.
Ένα σαρκωμένο μενίρ που αρνείται να γίνει ηχείο.
Υπάρχει και η σιωπή του Φρόιντ, ο οποίος συχνά αποκοιμιόταν καθιστός καθώς ο ψυχαναλυόμενος του μιλούσε ξαπλωμένος στον καναπέ, μα δεν είναι της ώρας.
Ένα είναι το σίγουρο.
Ότι, καθώς η σιωπή συχνά είναι πιο ασαφής από την ομιλία, πρέπει να την ακούς με μεγαλύτερη προσοχή. Αλλά και να την εκπέμπεις με μεγάλη οικονομία."
Σερέφας
Έρχεται απροσκάλεστα, μπαμ και κάτω (στην καλύτερη των περιπτώσεων) ή χτυπώντας μέρες ή μήνες ή και χρόνια πριν την πόρτα της ζωής. Μπαίνει χωρίς αντίλογο, αυτιστικός, κατηγορηματικός, αποφασιστικός και σε παίρνει μαζί του.
Αυτό ήταν φίλε/η, τελείωσε, ότι πρόλαβες-πρόλαβες, ότι έζησες-έζησες, game over.
Και τι να σου κάνουν τα παρακάλια, οι προσευχές, τα ξόρκια, τα βότανα και η επιστήμη, αν έρθει, δε χαμπαριάζει.
Σου κόβει την πνοή, όποτε γουστάρει και πάει δίπλα, παραδίπλα, ακούραστος ο αναθεματισμένος. Αυτή είναι η δουλειά του και την κάνει τόσο καλά, μεθοδικά και ενίοτε σαδιστικά, που δε χωρά πουθενά η συνείδηση, οι ενοχές.
Που τέτοια τύχη;!
Αλλά το γαμώτο, είναι όταν έρχεται νωρίς, όταν κόβει το νήμα πριν έρθουν τα αρθριτικά, πριν προλάβεις ν’ αποκτήσεις καταρράκτη, προστάτη και όλα τα ωραία των γηρατειών.
Υπάρχει όμως ένα μεγαλύτερο γαμώτο, με «Γ» κεφαλαίο, την ώρα που ανατρέχεις τη ζωή σου και ανακάλυπτες, το πώς τη ξόδεψες. Εκεί χωράει πόνος, πολύ πόνος φίλε, γιατί δεύτερη ευκαιρία δεν έχεις. Και πριν χαθείς, χωρίς να υπήρξες ποτέ, θυμάσαι τον Brecht «Μη φοβάστε τόσο πολύ το θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή» αλλά την έκατσες… είναι πολύ αργά.

Δημήτρης Ευθυμίου
Τέτοια είναι η νύχτα που αρκεί λίγο
για να δραπετεύσεις.
Μια τελεία για να κλείσεις την ημέρα, ν’ αλλάξεις κεφάλαιο, να πας παρακάτω.
Σημεία στίξης, παράγραφοι, σελίδες, κεφάλαια
κι απόψε
καταγράφεις ότι δεν έζησες και σήμερα.
Οι λέξεις μαρτυρούν το αντίθετο της ζωής σου
Τέτοια είναι η νύχτα που αρκεί λίγο
για να’ σαι αυτό που θα 'θελες να είσαι
ότι δεν ήσουν
μέχρι κι απόψε. 

Δημήτρης Ευθυμίου
Πήρα την άδεια ν’ ακουμπήσω τη ματιά μου σ’ αυτό που, απροσάρμοστος κι εγώ, νοσταλγώ περισσότερο: τη δυνατότητα να ζεις και να συμπεριφέρεσαι απλά, χωρίς πολλά δήθεν και πολλούς δήθεν γύρω σου, την αγάπη για το λιτό και αθόρυβο, τον σεβασμό για ένα παιδί στη μοναξιά του παιχνιδιού του, τη συναίσθηση ότι, αν η μοναξιά είναι κατά βάθος η κοινή μοίρα όλων μας (και μήπως δεν νιώθουμε όλο και περισσότερο ότι πράγματι είναι;), το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να της δώσουμε αξιοπρέπεια, να μην την ευτελίζουμε με γελοία και χυδαία ψιμύθια, που βαφτίζουμε “περιωπή” ή “κοινωνικότητα” και νομίζουμε πως την κρύβουν. Ίσως τότε τα χαμόγελά μας γίνουν πιο γνήσια. Hygge είναι τελικά η δυνατότητα των ανθρώπων να ακραγγίζουν ο ένας τον άλλο μέσα στη μοναξιά τους.
Κούρτοβικ
" - Η μοναδική αλήθεια στον κόσμο είναι το χάος και η αλλαγή. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω για ν' αντιστοιχούν σ' αυτό τα συναισθήματα μας. Πιστεύω στην ορμή, στο ένστικτο, στη δύναμη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Μονάχα η θέληση για δύναμη.

- Και η ιδεολογία;

- Η ιδεολογία ενισχύει τους αδύναμους. Τους μέτριους - τους ανθρώπους του λαού. Τους δίνει αρκετή αρκετή δύναμη ώστε να υποτάσσονται στους ελάχιστους που αναπόφευκτα θα κυριαρχήσουν πάνω τους..."
Anahita Firouz
Εμείς είμαστε τα ανθρωπάκια: οι εξολοθρευτές των πάντων, οι διώκτες του πλησίον μας, τα μόνα ζώα που εφευρίσκουν τις μηχανές που επινοούν, τα μόνα που δηλητηριάζουν το νερό που πίνουν και τη γη που τα θρέφει, τα μόνα που βασανίζουν αλλά και τα μόνα που δημιουργούν λέξεις, για να μη χαθεί η πραγματικότητα και η μνήμη.
Εντουάρντο Γκαλεάνο
Για μας τους εφήμερους θνητούς, η μόνη αιωνιότητα είναι η στιγμή, και είναι προτιμότερο να την πιείς παρά να την κλάψεις.
Εντουάρντο Γκαλεάνο
"Να καίγεστε από επιθυμία και να μένετε σιωπηλοί γι' αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία που μπορείτε να κάνετε στους εαυτούς σας".
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
«Επιλέγεις λάθος άνθρωπο, δηλαδή, για να το σκάσεις πιο εύκολα; Και τότε πώς εξηγείται το γεγονός πως καμιά φορά κολλάς στο λάθος πρόσωπο εκατό χρόνια;», ρωτάει η μεταμεσονύκτια φίλη. «Κατά τη γνώμη μου, μείνεις, φύγεις, το ίδιο κάνει», λέω. «Πάλι κολλάς, για να γλιτώσεις από μια ουσιαστική δέσμευση. Η λάθος επιλογή σού διασφαλίζει κατά κανόνα ανεξαρτησία. Σε ασφαλίζει από τον πόνο τού να βρεθείς ακάλυπτος, εκτεθειμένος μπροστά στον όμοιό σου. Γιατί, αν με τον όμοιό σου τύχει στραβή, τότε δεν γιατρεύεσαι. Πένθος αμετάκλητο μετά».
Μαλβίνα Κάραλη
Μέχρι να πιστοποιήσεις την ύπαρξή σου, να βρεις τους οδικούς σου χάρτες, τις συντεταγμένες σου, μέσα από αναθεωρήσεις και ξοδεμένο χρόνο, στο πως θα το κάνεις, φτιάξεις… έχεις μπαγιατέψει φίλε μου, σαν το ψωμί. Θα’ χεις σκληρύνει τόσο, που η ψίχα των ονείρων σου θα μοιάζει σαν την πέτρα που πατάς, σκληρή, σαν παξιμάδι. Θα τρίζουν τα δόντια σου και το κράτσα-κρούτσα θα εξαπλωθεί σαν μετάσταση σε όλο σου το σώμα. Τότε, απλά και αμετάκλητα, την «έκατσες», το’ χασες το τρένο.
Δημήτρης Ευθυμίου
Έζησα τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν,
και μ’ όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα
γι’ αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά, μετά τ’ απαρνήθηκα,
και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους,
και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά, ότι είσαι ένας άλλος
από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ’ όνομά μου
για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ’ αυτόν τον
δαίμονα μέσα μου
που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα πιο καθάρια μου όνειρα
και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη, εξευτελισμούς,
και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα σκυλιά.
Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ να γράψω
ένα στίχο, αληθινό.
Tάσος Λειβαδίτης
Περάσαμε μια ήσυχη ζωή, αξιοπρεπή και στερημένη - ενώ σ' αυτό το μέγα σφάλμα που αποφύγαμε, ίσως εκεί να βρίσκονταν τα ρόδα
που κάθε βράδυ τον ύπνο μας πολιορκούνε.
Τάσος Λειβαδίτης
Ένα καντάρι τη μέρα που ξυπνάς,
στέκετε άδειο.
Κρέμεται σαν παλαιό ρολόι τοίχου,
τίποτα πάνω στο μεταλλικό δίσκο
ακίνητος και ο βραχίονας.
Όλα μοιάζουν σαν πίνακας λαογραφικής τέχνης,
στέκουν απέναντι σου και η μέρα
ρέει
Μια οκά απ’ τη καθημερινότητά σου,
συνήθειες, επαναλαμβανόμενες
όλα ίδια, σαν σπόρια από στάρι,
φέρνουν τις ισορροπίες σου.
Κάποια δράμια, δεν κάνουν μήτε μια οκά,
πέφτουν την μεθεπομένη μέρα
το διαφορετικό που περίμενες,
τόσο λίγο κι αυτό,
που δεν αλλάζει
το κινούμενο αντίβαρο της ζωής σου.
Δημήτρης Ευθυμίου
Ξαφνικά πέρασε μια γυναίκα. Δεν είδε παρά μια μαύρη σιλουέτα και μία ομπρέλα. Περπατούσε γρήγορα στο γυαλιστερό απ’ τη βροχή πεζοδρόμιο, συγκρατώντας το φόρεμά της με το ένα χέρι, θα χανόταν στρίβοντας στη γωνία του δρόμου, χάθηκε, και τότε του ήρθε η επιθυμία να τρέξει, να ξεφύγει απ’ το σπίτι, του φάνηκε ότι μπορούσε ακόμη να το κάνει, ότι θα αρκούσε μια μεγάλη προσπάθεια, και ότι μόλις θα βρισκόταν έξω θα σωζόταν.
Ζωρζ Σιμενόν

Η «αγάπη για τον συνάνθρωπό» μας δεν είναι τάχα επιτακτική ανάγκη για μια καινούρια ιδιοκτησία; Και αλήθεια, το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την αγάπη μας για τη γνώση, για την αλήθεια; Και γενικότερα για κάθε επιθυμία καινούριου; Κουραζόμαστε με το παλιό, για ό,τι γνωρίζουμε καλά και σίγουρα, έχουμε ανάγκη να τεντώσουμε τα χέρια μας ακόμα πιο μακριά. Και το πιο όμορφο τοπίο, όταν το ζήσουμε, όταν το έχουμε μπροστά στα μάτια μας για τρεις ολόκληρους μήνες, μας κουράζει, δεν είμαστε βέβαιοι για την αγάπη μας γι' αυτό. Κάποια άλλη μακρινή όχθη, μας τραβάει περισσότερο.
Γενικότερα, μια κατοχή μειώνεται με τη χρήση.
F. NIETZSCHE