Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Ένας επαναστάτης ποιητής, χωμένος
μέσα στην ασφάλεια τής γλώσσας, μέσα
στη σιγουριά τής λεκτικής κοινοκτημοσύνης,
με κάποια εποπτική στάση τού πνεύματος,
με κάποια υπεροψία, ωστόσο
χωμένος αναπαυτικά σε τούτη τη ζεστή
φωλιά, δίχως κανένα πειρασμό, δίχως κανένα
κίνδυνο, καμιά επανάσταση,
καμιά θυσία
Τάκης Σινόπουλος
Οι αμετακίνητοι καθρέφτες, δε μας συναντούν. Δεν έχουν μιλιά, μια συνέχεια. Αν την ώρα που βγάζαμε τα ρούχα, ακουγόταν μια φωνή, που να λέγε: για βγάλε ακόμα, ξύσε λιγάκι τη σάρκα, να δεις πως είσαι αληθινά ντυμένος.
Δημήτρης Ευθυμίου
Δε χασομέρησε ποτέ στις απολαύσεις της μνήμης, οι εντυπώσεις γλιστρούσαν από πάνω του φευγαλέες και ζωηρές. Το κόκκινο του αγγειοπλάστη, το στερέωμα πλημμυρισμένο στ’ άστρα, που ήταν και θεότητες, το φεγγάρι απ’ όπου έπεσε ένα λιοντάρι, η γυαλάδα ενός μαρμάρου κάτω από την αργή, ευαίσθητη άκρια των δαχτύλων, η γεύση της σάρκας του αγριογούρουνου, που του άρεζε να κομματιάζει με γερές δαγκωματιές, μια φοινικική λέξη, ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει ένα κοντάρι πάνω στην κίτρινη άμμο, το ζύγωμα της θάλασσας ή των γυναικών, το δυνατό κρασί που κόβεται η αψάδα του με το μέλι, μπορούσαν, το καθένα χωριστά κι όλα μαζί, να γεμίσουν την έκταση της ψυχής του.
Ήξερε τι θα πει φόβος, όμως και τι θα πει θυμός και θάρρος και, κάποια φορά, σκαρφάλωσε πρώτος σ’ ένα εχθρικό τείχος. Ακόρεστος, περίεργος, ανυπόμονος, με μόνη αρχή του την απόλαυση και την αδιαφορία που έρχεται μετά, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και είδε, στη μια και την άλλη άκρη της θάλασσας, τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων.
Σε αγορές πολύβουες ή στη ρίζα ενός βουνού που η κορφή του χάνονταν στην καταχνιά και που, κάποτε, ίσως να ’ζησαν εκεί κένταυροι, άκουσε συγκεχυμένες ιστορίες που τις δεχόταν όπως δεχόταν την πραγματικότητα, δίχως να ψάχνει αν ήταν αληθινές ή φτιαχτές.
Σιγά σιγά, το σύμπαν μ’ όλη του την ομορφιά, άρχισε να τον εγκαταλείπει.
Μια καταχνιά επίμονη σκοτείνιαζε τις γραμμές του χεριού του, η νύχτα απογυμνώθηκε από τα αστέρια της, το έδαφος έγινε λιγότερο σταθερό κάτω από τα βήματά του. Όλα απομακρύνονταν και συγχέονταν.
Όταν κατάλαβε πως άρχισε να τυφλώνεται, έκλαψε.
Η στωική εγκαρτέρηση δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί κι ο Έκτορας μπορούσε να το βάλει στα πόδια χωρίς να ντροπιαστεί. «Δεν πρόκειται» ένιωσε «ούτε τον ουρανό να ξαναδώ, γεμάτο με το μυθολογικό του δέος, ούτε τούτο το πρόσωπο που θα το μεταμορφώσουν τα χρόνια».
Μέρες και νύχτες πέρασαν πάνω από την απελπισμένη σάρκα του. Ύστερα, ξυπνώντας ένα πρωί, κοίταξε (χωρίς φόβο πια) τα συγκεχυμένα πράγματα που τον τριγύριζαν. Ένιωσε ανεξήγητα, έτσι όπως αναγνωρίζει κανείς μια μελωδία ή μια φωνή, πως όλα αυτά του είχανε ξανασυμβεί και τα ’χε αντικρίσει έντρομος αλλά ταυτόχρονα και με χαρά, με ελπίδα και περιέργεια. Βυθίστηκε λοιπόν στη μνήμη του, που του φάνηκε απύθμενη και κατάφερε ν’ ανασύρει από αυτή του τη σκοτοδίνη, τη χαμένη του ανάμνηση, που έλαμπε σα νόμισμα στο φεγγαρόφωτο, ίσως γιατί δεν την είχε ποτέ αντικρίσει άλλη φορά εκτός, μπορεί, μέσα σε κάποιο όνειρο.
Η ανάμνηση ήταν η ακόλουθη: τον είχε προσβάλει κάποιο άλλο παιδί κι είχε τρέξει στον πατέρα του να του πει. Ο πατέρας του τον άφησε να μιλήσει, σαν να μην άκουγε ή να μην καταλάβαινε και, μετά, ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα μπρούντζινο στιλέτο, όμορφο κι όλο δύναμη, που το παιδί μυστικά το λαχταρούσε. Τώρα το κρατούσε στα χέρια του και, η έκπληξη που ένιωσε αποχτώντας το, έσβησε την προσβολή που είχε δεχτεί. Αλλά η φωνή του πατέρα του έλεγε: Δείξε πως είσαι άνδρας κι είχε μια προσταγή αυτή η φωνή. Η νύχτα σκοτείνιαζε τα δρομάκια. Σφίγγοντας το στιλέτο, που το ’νιωθε προικισμένο με μια δύναμη μαγική, κατηφόρισε την απότομη πλαγιά που τύλιγε το σπίτι κι έτρεξε στην ακροθαλασσιά, νιώθοντας Αίαντας ή Περσέας και γεμίζοντας με πληγές και μάχες την αρμύρα της σκοτεινιάς. Η γεύση ακριβώς εκείνης της στιγμής ήταν αυτό που γύρευε και τώρα. Τα υπόλοιπα δεν τον ένοιαζαν: οι προσβολές της πρόκλησης, η άτσαλη πάλη, ο γυρισμός με τη λεπίδα ματωμένη.
Απ’ την ανάμνηση αυτή ξεπήδησε μια άλλη, που πάλι είχε να κάνει με νύχτα και με κάποια περιπέτεια που θα επακολουθούσε. Μια γυναίκα, η πρώτη που του έστειλα οι θεοί, τον περίμενε στη σκιά ενός υπόγειου και την έψαχνε μέσα σε στοές που έμοιαζαν με πέτρινα υφάδια και σε κατηφοριές που βυθιζόταν μέσα στο σκοτάδι. Γιατί τάχα ξαναγύριζαν οι αναμνήσεις αυτές και γιατί του ξανάρχονταν, δίχως πίκρα, έτσι απλά σαν να προεικόνιζαν το παρόν;
Το κατάλαβε μαζί με το τελικό σκοτάδι. Σ’ αυτή τη νύχτα που κατέβαιναν τώρα τα θνητά μάτια του, τον περίμενε ο έρωτας κι ο κίνδυνος μαζί, ο Άρης και η Αφροδίτη, γιατί διαισθανόταν κιόλας –επειδή είχε αρχίσει ήδη να τον τριγυρίζει – κάποιαν υπόνοια για δόξες και εξάμετρα, μια αίσθηση ανθρώπων που υπερασπίζονται ένα ναό που οι θεοί δεν πρόκειται να σώσουν και για καράβια μαύρα που γυρεύουν στις θάλασσες ένα αγαπημένο νησί, μια νύξη για Ιλιάδες και Οδύσσειες που του ’χε η μοίρα του να δημιουργήσει και να τις αφήσει κληρονομιά, ν’ αντηχούν μέσα στην κοίλη μνήμη των ανθρώπων.
Όλα αυτά τα ξέρουμε, δεν ξέρουμε μονάχα το τι ένιωσε καθώς βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
"Ο Δημιουργός". Απόσπασμα από το ομότιτλο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ύψιλον - βιβλία, 1980 (Μετάφραση,ΔΕΝΕΓΡΗΣ ΤΑΣΟΣ)
Υπάρχουν νύχτες, που ‘χουν στην άκρη τους μια περόνη, τόσο σπάνιες, όσο σπάνια είναι τα μπλε άστρα Ντένεμπ, Rigel. Ένας αστρικός άνεμος κι άναψε η ζωή μας.
Δημήτρης Ευθυμίου
… οι επαναστάσεις και τα απελευθερωτικά κινήματα γίνονται – ασαφώς – με σκοπό να βρούμε ή να ξαναβρούμε την ομορφιά, δηλαδή, το άψαυτο, το ακατονόμαστο, που το αποδίδουμε μ’ αυτή τη λέξη. Ή μάλλον όχι: λέγοντας ομορφιά εννοούμε μια γελαστή αναίδεια που τη χλευάζει η παλιά δυστυχία, τα συστήματα, και οι υπεύθυνοι γι’ αυτήν τη δυστυχία και την ντροπή· μια γελαστή αναίδεια όμως που αντιλαμβάνεται ότι η ρήξη, μόλις ξεπεραστεί η ντροπή, ήταν πολύ εύκολη.
Jean Genet
Κάποια απογεύματα,
μπαίνω κρυφά στο παλιό ερειπωμένο σπίτι
τσακισμένα παραθυρόφυλλα
δυο πόρτες ριζωμένες στο ξύλινο πάτωμα
μια κουτσή πολυθρόνα, με μπαλώματα
γυαλιά αραχνοφορεμένα σαν κεντήματα ‘δω και κει
ίχνη απ’ αποτσίγαρα, σχεδόν σβησμένα στο χρόνο
κάποιες φωτογραφίες σκόρπιες από ταξίδια κι αρκετά κοχύλια
και είναι τόσο οικείο
αρκεί κάποια στιγμή
να βρεθεί κάποιος να ξανά ράψει
το σαρκίο μου.
Δημήτρης Ευθυμίου
Καθώς κοιτούσα μέσα στον κόσμο που με περιέβαλλε τα πραγματικά πρόσωπα με τα οποία ο Θεός εμφανιζόταν, σκεφτόμουν σε τι χρησίμευε ο Θεός κι αυτό που συναντούσα / κι αυτό που συναντούσα, ξανά και ξανά, ήταν ο καθαγιασμένος φόβος, η δικαιολόγηση του θανάτου, της ενοχής και της τιμωρίας, τα δεσμά για σώματα ή συνειδήσεις, ο σχηματισμός άτακτων μαζών εργαζόμενους για το τίποτε, το ξεπούλημα της ζωής για το Μέλλον…
Αγουστίν Γκαρσία Κάλβο