Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013


Είχα κάποτε έναν φίλο, παιδικό φίλο. Μεγαλώσαμε μαζί, στον ίδιο τόπο, στον ίδιο χώρο, μια ανάσα μας χώριζε. Σιαμαίες ψυχές. Κάναμε παρέα για πάρα πολλά χρόνια. Αχώριστοι, όπως το μπιζέλι με το καρότο που’ λεγε και ο Φόρεστ Γκάμπ. Δεν τον βλέπω πια -σχεδόν ποτέ- και η αλήθεια είναι πως δε μου έχει λείψει. Καλά περνούσαμε, δεν το αρνούμαι, αλλά ήμασταν παιδιά. Στην εφηβεία κάτι άλλαξε απ’ την πλευρά μου. Ήταν μελαγχολικός, βαρύς και ασήκωτος και δεν τον άντεχα. Υπομονετικός σε όλα. Ένα καλό στρατιωτάκι που ακολουθούσε τους κανόνες. Γι’ αυτό όλοι τον αγαπούσαν. Εμένα πάντως με ξίνιζε και δεν ήταν από ζήλεια, τα έβλεπα όλα τόσο ψεύτικα. Τους ανθρώπους να περιμένουν, κι αυτός να τους δίνει. Ένιωθα όμως τις σιωπές του, τις αγωνίες του, σαν να ήταν δικές μου. Δε μου μιλούσε, μόνο με κοιτούσε. 
Πέρασαν χρόνια και οι πρώτες διαφορές, οι πρώτες αψιμαχίες, έκαναν την παρέα μας ανυπόφορη. 
Η αλήθεια είναι πως του τα έχωνα. Δεν τον άφηνα σε ησυχία και κάποια στιγμή σε προχωρημένη ηλικία, αποφάσισα να μην του ανοίξω την πόρτα. Έρχεται όμως ακόμα, μετά από τόσα χρόνια, τις πιο παράξενες στιγμές και περιμένει. Κοντοστέκεται κάποια μέτρα μακριά μου, αλλά εκεί εγώ, δεν του ανοίγω. Μόνο πίσω απ’ το παράθυρο τον κοιτάζω που χάνεται, πάντα με αυτό το θλιμμένο ύφος. Έγινα σκληρός, άλλαξα, με πληγώνει που και που γιατί ήταν ο καλύτερος μου φίλος, τι λέω, σαν αδερφό τον είχα κι ακόμα καλύτερα…. ήταν ο άλλος μου εαυτός. Αυτόν που αρνήθηκα…
Δημήτρης Ευθυμίου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου