Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Έψαχνε συχνά, στα απομεινάρια του παρελθόντος, να βρει εκείνη τη στιγμή, την αποτεφρωμένη στιγμή και να την αναστήσει. Είχε την υποψία, πως μέσα απ’ την καύση της φωτιάς, μπορεί να ανασηκώσει τη στάχτη. Μια πνοή θα ήταν αρκετή. Κάθισε λοιπόν πάνω σ’ έναν βράχο, άναψε φωτιά με ότι του είχε απομείνει από κείνη τη στιγμή, αποφάγια από θολές αναμνήσεις και έκλεισε τα μάτια.
Μόνο εγώ, μπορώ να φέρω πίσω αυτό που θέλω. Χωρίς μαγείες, χωρίς προσευχές, αν καταφέρω να χωθώ σ’ εκείνη τη φραγμένη είσοδο της χαμένης μου ευτυχίας. Άφησε τα πάντα έξω, κι όταν η καρδιά του πάτησε στις μύτες της, αθόρυβα, κατέβασε τις αναπνοές του και έκανε τη βουτιά μέσα στον άγνωστο κόσμο, που δεν ήταν άλλος παρά ο δικός του κόσμος. Μαζί του πήρε λίγο βουνίσιο αέρα, μια σπίθα απ’ τη φωτιά και τον ήχο που παρήγαγε η μανία της θάλασσας που λυσσομανούσε, αρκετά μέτρα κάτω απ’ τα πόδια του.
Ένα δειλό φως, ένα μικρό άνοιγμα, που δε χωρούσε να μπει. Πλησίασε προσπαθώντας να δει, να βουτήξει τα δάχτυλα, να μεγαλώσει την είσοδο, που πιθανόν να τον οδηγούσε σ’ αυτό που έψαχνε. Όχι, δε μπορώ, δε θα τα καταφέρω, ξεστόμισε και πήγε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Τότε είδε τον αέρα να θεριεύει, τη φωτιά πάνω στα δάχτυλά του και τον ήχο της θάλασσας, να τον ξεσηκώνει. Αυτό ήταν, σκόρπισε ότι υπήρχε γύρω του, παλιά αντικείμενα, χαμένα πρόσωπα, θολές αναμνήσεις και βγήκε μπροστά σ’ ένα γνώριμο τοπίο.
Η σκιά του εκείνη τη στιγμή, τον προσπέρασε, και όσο έτρεχε, έπαιρνε μορφή, τη δικιά του, κάποια χρόνια πριν. Eίδε τα πάντα, κατάλαβε τα πάντα. Είδε, πως η ευτυχία δεν ήταν τίποτα άλλο… απ’ το να ζει.

Δημήτρης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου