Όταν έβρεχε, άφηνε ψιθύρους απ’ τα εσώψυχά
του. Αγαπούσε τη βροχή, τη χάζευε πίσω από κάθε παλιά του ανάμνηση.
Αυτές τις υγρές διακεκομμένες γραμμές του ουρανού που ΄πέφταν, τις
ένιωθε, τις ένιωθε σαν λεπίδες να του ματώνουν τη μνήμη.
«Έβρεχε πάντα, όταν ήμουν ευτυχισμένος» σιγοψιθύρισε . Μόνο, που αυτές οι συλλαβές ήταν βαριές, σαν μολύβι και δε σηκώθηκαν ποτέ ψηλά. Άγγιζαν το χώμα και άφηναν βαθιά ίχνη.
Εκείνες τις φορές που ο ουρανός ξεσπούσε, τις πιο γλυκές αναμνήσεις τις έθαβε, μαζί με τις συλλαβές, σ’ εκείνα τα ίχνη που το χώμα διπλωνόταν να τις αγκαλιάσει. Ο κήπος των συλλαβών, δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά οι πιο δυνατές αναμνήσεις, που δεν αποχωρίστηκαν ποτέ την καρδιά του και που η βροχή τις έθρεφε, δίνοντας τα πιο όμορφα άνθη, που μόνος ο ίδιος μπορούσε να δει, να νοσταλγήσει.
Δημήτρης Ευθυμίου
«Έβρεχε πάντα, όταν ήμουν ευτυχισμένος» σιγοψιθύρισε . Μόνο, που αυτές οι συλλαβές ήταν βαριές, σαν μολύβι και δε σηκώθηκαν ποτέ ψηλά. Άγγιζαν το χώμα και άφηναν βαθιά ίχνη.
Εκείνες τις φορές που ο ουρανός ξεσπούσε, τις πιο γλυκές αναμνήσεις τις έθαβε, μαζί με τις συλλαβές, σ’ εκείνα τα ίχνη που το χώμα διπλωνόταν να τις αγκαλιάσει. Ο κήπος των συλλαβών, δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά οι πιο δυνατές αναμνήσεις, που δεν αποχωρίστηκαν ποτέ την καρδιά του και που η βροχή τις έθρεφε, δίνοντας τα πιο όμορφα άνθη, που μόνος ο ίδιος μπορούσε να δει, να νοσταλγήσει.
Δημήτρης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου