Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Το χέρι μου μονίμως μες στους κίτρινους λεκέδες απ’ τ’ αχλάδια και τα μήλα που τύλιγα στην υπαίθρια αγορά. Μια γυναίκα κοντά στα πενήντα· κι ένα καλοβαλμένο, κοντοκουρεμένο αγοράκι. Τα χαμόγελά μας κυρίως του ενός για τον άλλο, και κάθε άγνωστος δυνάμει δαίμονας ή αρκούδα, ώσπου ν’ αποδείξουν πως δεν ήταν. Κι έπειτα να φτάνουμε στο θρυλικό καρουζέλ και να περιμένουμε ν’ αδειάσει το αγαπημένο του αλογάκι, σ’ άλλο δεν ανέβαινε, κι έπειτα γύρω- γύρω, με την τσίγκινη μουσική να υψώνεται ίσαμε τα ξερά δέντρα, κι όταν ο χειριστής του καρουζέλ έβγαζε τη μάρκα, που 'χε τη μορφή κρίκου, όλα τα παιδάκια να πασχίζουν μανιασμένα να την πετύχουν με τα ειδικά ραβδιά, το πρόσωπο του Εντ το πιο φλογισμένο κι αποφασισμένο απ’ όλα. Οι λαμπρές ημέρες όταν κέρδιζε δωρεάν γύρο, ο θρίαμβος στο μουτράκι του, κι ο σκοτεινιασμένος δρόμος να σώζεται απ’ τους φανοστάτες που άναβαν, ένας-ένας, με το ηλεκτρικό κροτάλισμά τους. Το βλέπω στα όνειρά μου το καρουζέλ εκείνο, να γυρίζει ολοένα, και τον Εντ να καβαλάει τ’ αλογάκι του εις τους αιώνας των αιώνων.
Σεμπάστιαν Μπάρυ (απ’ τους πιο λυρικούς συγγραφείς των τελευταίων χρόνων)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου