Πέμπτη 3 Απριλίου 2014



ΤΟ ΚΕΦΙ

Στο ταχύ περπάτημά μου τσαλαπατούσα την κάθε μου σοβαρότητα, με μια τραχιά καταφρόνηση για ό,τι καλό πέρασε απ' το νου μου. Κι η κάθε μου μικρότητα ξεχασμένη. Κάθε επεισόδιο. Όταν θυμάται κανείς δε ζει. Χόρευε η ψυχή μου ευχάριστα, χυδαία. Σιχαινόμουνα τον όχλο που προσπέρναγε. Συνένοχοι σε εξωφρενικές προσπάθειες απόγνωσης. Κατάδικοι στην άγνοια. Μα δεν ήθελα να κλάψω μαζί τους. Ούτε να ντρέπομαι. Κανένας δεν έπασχε, δεν πείναγε. Κανείς κρεβατωμένος. Όλα καλά στην πόλη απόψε. Το 'λεγε ακόμη κι η επίσημη κορμοστασιά του αστυφύλακα. Χρειάζεται ένα έθνος για να κάνεις κέφι... Συνέφερα το πρόσωπό μου απ' το αυθάδικο παραμόρφωμα που του 'δινε ένα πονηρό, πρόστυχο μειδίαμα.
Θα μ' ένιωθαν. Κ' έπειτα βουβάθηκα. Άκουγα μόνο τα τακούνια μου να χτυπάνε στο πεζοδρόμιο σαν πέταλα αλόγου που 'σερνε τ' αμάξι του. Κ' εγώ μεταφερόμουνα. Χωρισμένος απ' όλα. Τόσο όμορφα χωρισμένος απ' τον εαυτό μου. Σαν κάτι καινούργιο, αισθάνθηκα τα χέρια μου κολλημένα μες στις τσέπες να σφίγγουν το κορμί μου. Με κάθε τρόπο να φυλάξω απάνω μου τη γλύκα της λευτεριάς που γύρευα.
 Τόσο γλυκιά.
Να την κρύψω μέσα μου βαθιά, να μην τη φτάσει η ειρωνεία που μ' έσκιζε παλεύοντας.   
Έφτασα στο τέλος του μικρού δρόμου. Στο τέλος του κόσμου. Στάθηκα. Άκουσα μέσα μου γέλια και μουσικές. Έστριψα γρήγορα κι ανυπόμονος έτρεχα σαν παιδί ακολουθώντας το κέφι μου.
Θ.Ντορρος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου