Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Εγώ όμως ταξίδευα προς τα πίσω, μέσα στη χημεία που κάνει δυο ανθρώπους που κάποτε ούτε καν γνωρίζονταν να μιλούν μεταξύ τους με την κρυφή και συγκρατημένη οργή δυο όντων που συμβιώνουν, ενώ φθείρονται απ’ την ίδια τους τη συμβίωση. Σκεφτόμουνα την αόρατη κολλητική ουσία που συνεχίζει να τους ενώνει ακόμα και όταν οι δημιουργικές και αισιόδοξες αιτίες της συνύπαρξής τους έχουν προ πολλού πάψει να
υπάρχουν∙ τα ανθεκτικά νήματα της συνήθειας και της οικειότητας και της αυταπάτης, το φόβο του κενού.
Το μοτίβο της στιγμής έρχεται κι επανέρχεται συνέχεια:
«Λες και το πεπρωμένο σου δίνει μία μόνο ευκαιρία, σε μία συγκεκριμένη στιγμή, τόσο σύντομη που οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε που το καταλαβαίνουν, ή, αν το καταλάβουν, δεν έχουν την ετοιμότητα να αντιδράσουν έγκαιρα».
«Κι εσύ;» είπε εκείνη, συνήθως την καταλαβαίνεις;»
«Δεν υπάρχει συνήθως», είπα. «Συμβαίνει μόνο μια φορά, αν συμβεί».

Η ποθητή και απόλυτη ένωση επέρχεται μετά από ένα “crescendo” :
Εκείνη κινήθηκε και σκέφτηκα πως ετοιμαζόταν να σηκωθεί και να γίνει ξαφνικά λογική , αλλά αντίθετα ήρθε προς εμένα και μου έδωσε ένα φιλί στα χείλια, και η επαφή επεκτάθηκε και μέσα σε μια στιγμή έφτασε στο βάθος κάθε ίνας μας και κάθε χιλιοστού των σωμάτων μας. Δεν είχα σκεφτεί πως θα μπορούσε να υπάρξει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είχε ήδη υπάρξει: πως θα ήταν δυνατόν να κινούμαστε χωρίς καμιά πρόθεση και κατεύθυνση και αντίληψη για τα πράγματα, συναποτελώντας μια Τρίτη οντότητα που πλέει πάνω στον εαυτό της με απέραντη βραδύτητα και συνεχείς εσωτερικές επιταχύνσεις. Δεν είχα σκεφτεί πως θα ήταν δυνατόν να βρίσκεσαι μέσα στη στιγμή σε σημείο ώστε να είσαι η στιγμή. Είχα μνήμες από τις αισθήσεις στις άκρες των δακτύλων μου και από κινήσεις στα μπράτσα και από εικόνες στα μάτια, αλλά δε χρησίμευαν πια ούτε καν σαν αναφορές∙ είχαν μπει σε λειτουργία άλλες δυνάμεις, απείρως ισχυρότερες από εμάς.

Επιστρέψαμε στο κρεβάτι όταν αρχίσαμε να κρυώνουμε πολύ και να μη βολευόμαστε σε καμία θέση. Ψιθυρίσαμε λόγια χωρίς σχήμα και μαζέψαμε τα σκεπάσματα από το πάτωμα σαν να ήταν πια ένα βαρύ δίχτυ. Αγκαλιαστήκαμε κοιλιά με πλάτη μέχρι που δεν υπήρχε πια ούτε ένα χιλιοστό απόστασης μεταξύ μας∙ δε θυμόμουνα ποτέ να είχα βρει έναν τόσο τέλειο συνδυασμό του κοίλου και του κυρτού.
Κάρλο Αντρέα Ντε, Σε μια στιγμή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου