Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014




Μεγάλωσα, χαζεύοντας τη θάλασσα. Το κύμα το νιώθω ακόμα. Παφλάζει σα ξυπνητήρι σε κάθε αναταραχή της ζωής μου. Σκέφτομαι τη φουσκοθαλασσιά και λέω και ξαναλέω, πόσο θα κρατήσει και ‘ρχεται το νανούρισμα. Εγώ πάλι, μεγάλωσα πίσω απ’ το Θησείο. Η Ακρόπολη στέκει μπρος στα μάτια μου όταν θλίβομαι, κάτι με ανασύρει στην ιστορία της και δεν αφυδατώνομαι απ’ τα τερτίπια των καιρών. Κι ενώ οι φίλοι μιλούν για το βάλσαμο της ζωής τους, θυμάμαι κι εγώ που μεγάλωσα. Κοντά στο κοιμητήριο της πόλης. Πενήντα μέτρα πιο κάτω απ’ το σπιτικό μου διάβαινα τις πρώτες πρωινές ώρες και δε μύριζε ψωμί ή ψημένες τυρόπιτες, αλλά λιβάνι. Μαυροφορούσες κυράδες και τσιγγάνες μπροστά στην είσοδο και πίσω απ’ τη μάντρα αντίκριζες τους καντηλανάφτες, τη σιωπή και την οδύνη να εναλλάσσονται. Τα ψυχοσάββατα και τις Μεγάλες Παρασκευές, το κοιμητήριο άνθιζε από ρασοφόρους, να ξεχύνονται από τάφο σε τάφο για τα τρισάγια. Όμως τις νύχτες, εκεί που τα εκατοντάδες καντήλια τρεμόσβηναν σαν πυγολαμπίδες ανάμεσα στις φυλλωσιές και που οι κουκουβάγιες καλημεριζόντουσαν, θυμάμαι τη δικιά μου βιοσοφία, τη δικιά μου γαλήνη. Κάποια στιγμή μονολογούσα, θα κοιμηθώ, χωρίς ν’ ακούσω το ξυπνητήρι. Δεν θα κατέβω τα σκαλιά, δε θα μυρίσω το λιβάνι, δε θα δω τίποτα απ’ αυτό το στημένο αλισβερίσι του θανάτου. Αυτός είναι ένας καλό λόγος, που ακόμα και σήμερα, μετά από κάποιες δεκαετίες οσφραίνομαι λιβάνι και στις πιο θαλασσοδαρμένες μου στιγμές, ξορκίζοντας τον χρόνο.
Δημήτρης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου